κολοσυρτός

From LSJ
Revision as of 19:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3, $4.<br")

πρότερον χελώνη παραδραμεῖται δασύποδα → ere that, the tortoise shall outrun the hare | sooner will a tortoise outrun a rough-foot | sooner will a tortoise outrun a hare

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοσυρτός Medium diacritics: κολοσυρτός Low diacritics: κολοσυρτός Capitals: ΚΟΛΟΣΥΡΤΟΣ
Transliteration A: kolosyrtós Transliteration B: kolosyrtos Transliteration C: kolosyrtos Beta Code: kolosurto/s

English (LSJ)

ὁ, poet. word, noisy rabble, ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Il.12.147, cf. 13.472; τὸν Ἀθηναίων Ar.V.666; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Id.Pl.536: abs., tumult, uproar, Hes.Th.880:—hence κολοσυρτέω, = θορυβῶ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1475] ὁ, Geräusch, Lärmen, Getümmel; ἐν ὄρεσσιν ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν δέχαται κολοσυρτὸν ἰόντα Il. 12, 147, vgl. 13, 472; Hes. Th. 880; danach komisch παιδαρίων ὑποπεινώντων καὶ γραϊδίων κολοσυρτός Ar. Plut. 536, der schreiende Schwarm. – Vielleicht mit κολῳός verwandt.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
bruit, tumulte, tapage.
Étymologie: κόλον, σύρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολοσυρτός -οῦ, ὁ [?, σύρω] rumoer, lawaai:. τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν het rumoer van de Atheners Aristoph. Ve. 666.

Russian (Dvoretsky)

κολοσυρτός:κολῳός шумная толпа (ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Hom.; παιδαρίων καὶ γραϊδίων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κολοσυρτός: ὁ, ποιητ. λέξις, βοή, ταραχή, θόρυβος, ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν Ἰλ. Μ. 147, πρβλ. Ν. 472· τῶν Ἀθηναίων Ἀριστοφ. Σφ. 666· παιδαρίων καὶ γραϊδίων ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 536· ― ἀπολ., συρφετός, κόνιός τε καὶ ἀργαλέου κολοσυρτοῦ Ἡσιόδ. Θ. 880.

English (Autenrieth)

noisy rout, of the hunt, Il. 12.147 and Il. 13.472.

Greek Monolingual

κολοσυρτός, ὁ (Α)
1. θορυβώδης όχλος («οὐχί προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν», Αριστοφ.)
2. ταραχή, συρφετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολο-συρ-τός. Σύνθετη λ. του τύπου κονιορτός, αμαξιτός. Το β' συνθετικό < σύρω + επίθημα -τος. Το α' συνθετικό είναι αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία απόψη συνδέεται με τις λ. κολοφών, κολωνός, ενώ κατ' άλλους με τη λ. κέλομαι.

Greek Monotonic

κολοσυρτός: ὁ, ποιητ. λέξη, οχλοβοή, ταραχή, θόρυβος, σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: noisy rabble, tumult, uproar (Il., Hes., Ar.).
Derivatives: κολοσυρτεῖ θορυβεῖ, ταράσσει H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The similarly built κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός a. o. (s. vv. and Chantraine Formation 303f.) make an anaalysis κολο-συρ-τός most prob. So it is a compound of σύρειν (Suid. s. v.) and an unexplained first member (by L. Meyer and Prellwitz connected with κολῳός screeching, or κολοφών, κολωνός, by Wood ClassPhil. 16, 66f. with κέλομαι etc.).

Middle Liddell

κολοσυρτός, οῦ,
poet. word, a noisy rabble, Il., Ar. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

κολοσυρτός: {kolosurtós}
Grammar: m.
Meaning: lärmende Schar, Lärm, Aufstand (Il., Hes., Ar.)
Derivative: mit κολοσυρτεῖ· θορυβεῖ, ταράσσει H.
Etymology: Die gleich gebildeten κονιορτός, ἁμαξιτός, βουλυτός u. a. (s. dd. und Chantraine Formation 303f.) machen eine Zerlegung in κολοσυρτός so gut wie sicher. Das Wort ist somit eine Zusammenbildung (Zusammenschweißung) mittels des το-Suffixes von σύρειν (Suid. s. v.) und einem unerklärten Vorderglied (von L. Meyer und Prellwitz mit κολῳός Gekreisch, bzw. κολοφών, κολωνός verbunden, von Wood ClassPhil. 16, 66f. zu κέλομαι usw. gezogen).
Page 1,904