Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ῥαβδισμός

From LSJ
Revision as of 09:14, 19 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ἁλωνία, ἐκτιναγμός" to "ἁλωνία")

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥαβδισμός Medium diacritics: ῥαβδισμός Low diacritics: ραβδισμός Capitals: ΡΑΒΔΙΣΜΟΣ
Transliteration A: rhabdismós Transliteration B: rhabdismos Transliteration C: ravdismos Beta Code: r(abdismo/s

English (LSJ)

ὁ, winnowing, threshing, PTeb.119.46 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 829] ὁ, das mit der Ruthe, mit dem Stocke Schlagen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ῥαβδισμός: ὁ, τὸ ῥαβδίζειν, δέρειν διὰ ῥάβδου, Ἐκκλ.· - ὡσαύτως ῥαβδιστής, οῦ, ὁ, ὁ ῥαβδίζων, Ἀντίγραφ. ἐν τῷ Mus. Borgh. σ. 56 Schow.

Greek Monolingual

ο / ῥαβδισμός, ΝΜΑ ῥαβδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ραβδίζω, το χτύπημα με ραβδί ή και με άλλο παρεμφερές όργανο, ράβδισμα
2. (σχετικά με δέντρα) το τίναγμα τών καρπών, ράβδισμα
3. (σχετικά με σιτηρά) το τίναγμα τών σιτηρών στο αλώνι με τη χρήση ράβδου για τον αποχωρισμό του καρπού από τα άχυρα.

Translations

threshing

Bulgarian: вършитба; Finnish: puinti; Galician: maza, malla; Greek: αλώνισμα, αλωνισμός; Ancient Greek: ἁλοατός, ἀλόησις, ἀλοησμός, ἀλοητός, ἀλοίησις, ἀλώησις, ἁλωισμός, ἁλωνία, ῥαβδισμός; Italian: trebbiatura; Russian: молотьба; Turkish: harman; Ukrainian: молотьба