ἀπόπληκτος
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, (ἀποπλήσσω)
A disabled by a stroke,
1 in mind, struck dumb, astounded, Hdt.2.173, cf. S.Ph.731; ἀποπλήκτῳ ποδί Id.Fr.248; senseless, οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ' ἀπόπληκτος D.21.143, cf. Men.Epit. 344, Phld.Ir.p.82 W., D.Chr.11.100; ἀπόπληκτος καὶ παντελῶς μαινόμενος D. 34.16; ὃ νυνὶ ποεῖς ἀ. ἐστι Men.Pk.246; ἀποπληκτότερος μῦθος D.Chr.11.54.
2 in body, paralysed, crippled, Hdt.1.167, Pl.Com.130; ἀπόπληκτος τὰς γνάθους = struck dumb, Ar.V.948.
3 Medic., stricken with paralysis, Hp.Aph.6.57; μέρος paralysed, Id.Flat.13: so σκέλος Id. ap. Aret.SD1.7; ἀπόπληκτοι = cases of apoplexy, Id.Aph.3.16.
Spanish (DGE)
-ον
I 1medic. que sufre parálisis, apoplético, paralítico ὅλος ὥνθρωπος ἀ. γίνεται Hp.Flat.13, cf. Aph.6.57, Coac.157, Morb.2.6a, VC 19, Cael.Aur.CP 1.15.123, D.C.68.33.3, ἔμβρυον Hp.Mul.1.33, πάντα τὰ παριόντα ... ἐγίνετο ... ἀπόπληκτα, ὁμοίως πρόβατα καὶ ὑποζυγία καὶ ἄνθρωποι a causa de un pecado, Hdt.1.167, de los malos actores ὥσπερ ἀπόπληκτοι στάδην ἑστῶτες ὠρύονται Pl.Com.138
•c. ac. de rel. paralítico ἀπόπληκτοι μὲν χεῖρας καὶ πόδας Hp.Morb.1.3, fig. ἀπόπληκτος τὰς γνάθους = paralítico de las mandíbulas, mudo Ar.V.948
•de partes del cuerpo ἀπόπληκτόν τι τοῦ σώματος γενέσθαι Hp.Morb.1.4, Aph.7.40, σκέλος Hp. en Aret.SD 1.7.2
•subst. οἱ ἀπόπληκτοι = apoplejías Hp.Aph.3.16, Virg.1.
2 fig. atontado, estúpido, insensato por op. a ‘loco’ μανεὶς ἢ ... ἀ. Hdt.2.173, ἄφρων οὐδ' ἀ. D.21.143, ἀ. καὶ μαινόμενον D.34.16, ἃ οὐδέποτ' ἂν ἐποίησεν Ἀχιλλεὺς μή γε ἀ. ὤν D.Chr.11.100, cf. Archestr.SHell.154.15, Plu.2.472c, en voc. ἀπόπληκτε ¡chalado! Men.Asp.239
•ἀποπλήκτῳ ποδί insensatamente S.Fr.248
•de acciones, palabras, cosas ὥσθ' ὃ μὲν νυνὶ ποιεῖς ἀπόπληκτόν ἐστιν Men.Pc.496, μῦθος D.Chr.11.54, cf. Phld.Ir.40.40, Rh.1.56
•por el asombro pasmado, atónito, estupefacto τί ... σιωπᾷς κἀπόπληκτος ὧδ' ἔχῃ; S.Ph.731, ἀπόπληχθ', ἕστηκας ἐμβλέπων ἐμοί; Men.Sam.105, cf. Epit.561, Teles 7 p.59.8.
II adv. ἀποπλήκτως = insensatamente Poll.5.121.
German (Pape)
[Seite 319] niedergeschlagen, a) vom Schlagfluß getroffen, Her. 1, 167; Medic.; τὰς γνάθους, von Einem, der verstummt, Ar. Vesp. 948. – b) betäubt, bestürzt, Soph. Phil. 721; sinnlos, dumm, Her. 2, 173; neben ἄφρων Dem. 21, 143; Dio Chrys. II, 403. – καὶ παντελῶς μαινόμενος Dem. 34, 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui a l'esprit frappé ; qui a perdu la raison, stupide;
2 estropié, impotent.
Étymologie: ἀποπλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόπληκτος:
1 разбитый параличом Her.: ἀ. ἐγένετο τὰς γνάθους Arph. у него отнялись челюсти, т. е. он онемел;
2 отупевший, тупоумный, слабоумный, Her., Soph., Dem., Plut.
Greek Monolingual
ἀπόπληκτος, -ον (Α) αποπλήσσω
1. αυτός που έχει προσβληθεί από αποπληξία, παράλυτος, ανάπηρος
2. εμβρόντητος
3. ανόητος
4. φρ. «ἀπόπληκτος τὰς γνάθους» — άλαλος, μουγγός
5. «ἀπόπληκτοι» — νόσοι που προκαλούν αποπληξία.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόπληκτος: -ον, (ἀποπλήσσω) ὁ παθὼν ἀποπληξίαν. 1) ἀπόπληκτος κατὰ τὸν νοῦν, ὡς τὸ Λατ. attomitus, ἐμβρόντητος, Ἡρόδ. 2. 173, πρβλ. Σοφ. Φ. 731· οὐχ οὕτως ἄφρων οὐδ’ ἀπόπληκτος Δημ. 561. 10· ἀπ. καὶ παντελῶς μαινόμενος ὁ αὐτ. 912. 10. 2) κατὰ τὸ σῶμα, ἀνάπηρος καταστάς. Λατ. sideratus, Ἡρόδ. 1. 167, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σκευαῖς» 1· ἀπόπληκτος ἐξαίφνης ἐγένετο τὰς γνάθους, «πιάσθηκαν τὰ σαγόνια του», κατέστη ἄλαλος, Ἀριστοφ. Σφ. 948. 3) παρ’ ἰατρ. συγγραφεῦσιν, ὁ ὑπὸ ἀποπληξίας προσβληθείς, Ἱππ. Ἀφ. 1247· ἢν δὲ ἀπόπληκτον ὁ Ἱπποκράτης εἴπῃ σκέλος τὸ κατ’ ἴξιν, ὡς νεκρῶδες, τὸ ἀχρεῖον καὶ τὸ ἀναλθὲς θέλει φράσαι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7: - ἀπόπληκτοι, ἀποπληκτικαὶ νόσοι, ἀποπληξίαι, Ἱππ. Ἀφ. 1247.
Greek Monotonic
ἀπόπληκτος: -ον (ἀποπλήσσω), αυτός που έπαθε αποπληξία, που τον έπληξε εγκεφαλικό επεισόδιο.
1. λέγεται για τον νου, επομένως εμβρόντητος, άναυδος, αποσβολωμένος, αυτός που έχει πάθει άνοια, σε Ηρόδ., Δημ.
2. λέγεται για το σώμα, επομένως παράλυτος, αυτός που έχει μείνει ανάπηρος, Λατ. sideratus, σε Ηρόδ.· ἀπόπληκτος τὰς γνάθους, αυτός που έχασε τη δυνατότητα να μιλάει λόγω αποπληξίας, άναυδος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀποπλήσσω
disabled by a stroke,
1. in mind, struck dumb, astounded, senseless, stupid, Hdt., Dem.
2. in body, crippled, palsied, Lat. sideratus, Hdt.; ἀπ. τὰς γνάθους struck dumb, Ar.
English (Woodhouse)
Translations
paralytic
Catalan: paralític; Esperanto: paralizulo; French: paralytique; Galician: paralítico; Italian: paralitico, paralitica; Khmer: កង្វិន; Maore Comorian: shirewe; Maori: pararūtiki; Polish: paralityk, paralityczka; Portuguese: paralítico; Romanian: paralitic, paralitică; Spanish: paralítico, paralítica
crippled
Armenian: խեղանդամ; Azerbaijani: şikəst; Bengali: খোঁড়া; Catalan: esguerrat; Chamicuro: kos̈ho; Danish: forkrøblet; Dutch: verminkt, kreupel; Esperanto: kripla, lama; Finnish: rampa; French: estropié; Galician: tolleito, eivado; German: verkrüppelt; Gothic: 𐌲𐌰𐌼𐌰𐌹𐌸𐍃; Hungarian: nyomorék, kripli; Italian: storpio, zoppo; Latin: mancus, claudus; Portuguese: aleijado, coxo; Romanian: schilod, infirm; Russian: искалеченный, изувеченный; Sanskrit: रण्ड; Spanish: cojo, lisiado; Swedish: lytt