ἐπιτηδειότητα
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) επιτήδειος
ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα
2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη
αρχ.
1. τάση, ροπή, κλίση
2. απαίτηση, ανάγκη
3. φιλική διάθεση, αγαθότητα, καλοσύνη, φιλία
4. ποιότητα, ιδιότητα
5. φρ. «ἐπιτηδειότης πρὸς πόλεμον» — προετοιμασία όλων τών απαιτουμένων για διεξαγωγή πολέμου.