ἐπιτηδειότητα
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) επιτήδειος
ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα
2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη
αρχ.
1. τάση, ροπή, κλίση
2. απαίτηση, ανάγκη
3. φιλική διάθεση, αγαθότητα, καλοσύνη, φιλία
4. ποιότητα, ιδιότητα
5. φρ. «ἐπιτηδειότης πρὸς πόλεμον» — προετοιμασία όλων τών απαιτουμένων για διεξαγωγή πολέμου.