ἐπιτηδειότητα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
Greek Monolingual
η (AM ἐπιτηδειότης, Μ και ἐπιτηδειότητα) επιτήδειος
ικανότητα, επιδεξιότητα, χρησιμότητα («είς δύναμιν εἴη πλήθει καὶ ἐπιτηδειότητι πρὸς ἑκάστας τὰς τῶν ἔργων παραβοηθείας», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. καταλληλότητα, αρμοδιότητα
2. εξυπνάδα, καπατσοσύνη
αρχ.
1. τάση, ροπή, κλίση
2. απαίτηση, ανάγκη
3. φιλική διάθεση, αγαθότητα, καλοσύνη, φιλία
4. ποιότητα, ιδιότητα
5. φρ. «ἐπιτηδειότης πρὸς πόλεμον» — προετοιμασία όλων τών απαιτουμένων για διεξαγωγή πολέμου.