ἠπεροπευτής

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπευτής Medium diacritics: ἠπεροπευτής Low diacritics: ηπεροπευτής Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ēperopeutḗs Transliteration B: ēperopeutēs Transliteration C: iperopeftis Beta Code: h)peropeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, a cheat, deceiver, of Paris (cf. ἠπεροπεύω), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ep. voc.) Il.3.39, cf.h.Merc.282, etc.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
c. ἠπεροπεύς.
Étymologie: ἠπεροπεύω.

German (Pape)

ὁ, = ἠπεροπεύς, Il. 3.39, 13.769 und sp.D., wie Mosch. 1.10; Man. 2.305.

Russian (Dvoretsky)

ἠπεροπευτής: οῦ ὁ Hom., HH = ἠπεροπεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, ἀπατεών, ἐπὶ τοῦ Πάριδος (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), γυναιμανές, ἠπεροπευτά (Ἐπ. κλητ.), Ἰλ. Γ. 39, Ν. 769, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 282, κτλ.

Greek Monotonic

ἠπεροπευτής: -οῦ, ὁ, = το προηγ., ἠπεροπευτὰ (Επικ. κλητ.), σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἠπεροπευτής, οῦ, = ἠπεροπεύς [ἠπεροπευτά, epic vocat. Il.]

Translations

seducer

Bulgarian: прелъстител; Czech: svůdce; French: séducteur, séductrice; German: Verführer; Greek: γόης, γυναικοκατακτητής; Ancient Greek: ἀπατεών, διαφθορεύς, ἠπεροπεύς, ἠπεροπευτής, κηλητής, μοιχικός, μοιχός, οἰκοφθόρος, παραινέτης γυναικῶν, παρθενοπίπης, ὑπονοθευτής, ὑποφθορεύς, φθορεύς; Gothic: 𐌰𐌹𐍂𐌶𐌾𐌰𐌽𐌳𐍃; Latin: seductor, seductrix, corruptor, corruptrix; Macedonian: заводник; Norman: dêbaûcheux; Plautdietsch: Vefiera; Polish: uwodziciel; Portuguese: sedutor; Russian: соблазнитель, искуситель; Tagalog: malamuyot