ἐλάττωμα

From LSJ
Revision as of 09:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλάττωμα Medium diacritics: ἐλάττωμα Low diacritics: ελάττωμα Capitals: ΕΛΑΤΤΩΜΑ
Transliteration A: eláttōma Transliteration B: elattōma Transliteration C: elattoma Beta Code: e)la/ttwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A inferiority, disadvantage, D.18.237, Phld.Rh.2.29S.; ἐ. ποιεῖν Plb.6.16.3.
2 loss, defeat, IPE 12.32B15 (pl., Olbia, iii B.C.), Plb.1.32.2, Onos.32.8 (pl.), etc.
3 defect, κατὰ τὴν ὄψιν D.H.5.23; περὶ τὴν λέξιν Id.Th.35; τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα Chor.inRh.Mus.49.510; σωματικὰ ἐλαττώματα = physical defects Hierocl.p.49A., cf. Phld.Ir.p.52 W., al., Iamb.Protr.20 (v. ἐλάσσωμα).

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
infériorité, désavantage.
Étymologie: ἐλασσόω.

German (Pape)

[Seite 789] τό, att. ἐλάττωμα, die Verringerung, der Verlust; ποιεῖν Pol. 6, 16, 3; τὸ κατὰ τὴν ὄψιν ἐλ., Verlust des Auges, D. Hal. 5, 23; Niederlage, Pol. 1, 32, 2, öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλάττωμα: τό, μειονέκτημα, Δημ. 306. 12. 2) ἀπώλεια, ἧττα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15, Πολύβ. 1 32. 2. κτλ. 3) ἐλάττωμα, ὡς καὶ νῦν, κατὰ τὴν ὄψιν Διον. Ἁλ. 5. 23.

Greek Monolingual

το (AM ἐλάττωμα)
1. μειονέκτημα
2. μειονέκτημα, σωματική ατέλεια («σωματικό ελάττωμα», «ἐλάττωμα περὶ τὴν ὄψιν», «ἐλάττωμα περὶ τὴν λέξιν»)
3. μειονέκτημα, ψυχική ή ηθική κατωτερότητα («το ελάττωμα της κλεπτομανίας», «τὰ τῶν παιδικῶν ἐλαττώματα»)
μσν.
(για περιουσιακά στοιχεία) κατάχρηση
αρχ.
απώλεια, ήττα.

Greek Monotonic

ἐλάττωμα: -ατος, τό (ἐλαττόω), μειονέκτημα, ελάττωμα, αδυναμία, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐλάττωμα, ατος, τό, ἐλαττόω
a disadvantage, Dem.

Translations

disadvantage

Arabic: سيئَة‎; Asturian: desventaya; Belarusian: нявыгаднае становішча; Bulgarian: недостатък; Catalan: desavantatge; Chinese Mandarin: 不利; Czech: nevýhoda; Danish: ulempe; Dutch: nadeel; Faroese: vansi; Finnish: haitta, varjopuoli, haittapuoli; French: désavantage; Galician: desvantaxe; German: Nachteil; Greek: μειονέκτημα; Hebrew: חיסרון‎; Hungarian: hátrány; Irish: míbhuntáiste; Italian: svantaggio; Japanese: 不利; Korean: 불리(不利); Norwegian Bokmål: ulempe; Nynorsk: ulempe; Polish: niekorzyść; Portuguese: desvantagem; Romanian: dezavantaj; Russian: невыгодное положение; Scottish Gaelic: ana-cothrom; Spanish: desventaja; Swedish: nackdel; Turkish: dezavantaj; Vietnamese: sự bất lợi