δυσπρόσοπτος
English (LSJ)
δυσπρόσοπτον, hard to look on, horrid to behold, κάρα τὸ δυσπρόσοπτον ib.286; ὀνείρατα Id.El.460; ὄψις καὶ κίνησις Plu.Aem.12. Adv. δυσπροσόπτως = horribly Agatharch.26.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de contemplar, desagradable a la vista κάρα τὸ δ. del rostro desfigurado de Edipo, S.OC 286
•que causa daño a la vista ἀστραπή Poll.1.117.
2 temible, que causa temor, fiero, siniestro ὀνείρατα S.El.460, ὄψις Plu.Aem.12, νύξ Eust.40.40, op. φαιδρός: τι δυσπρόσοπτον ἔχει (la Odisea) tiene también algo de terrible Eust.1154.9, c. ac. de rel. δυσπρόσοπτοι τὰ εἴδη feroces en sus semblantes de pueblos guerreros, Plu.Mar.15.
3 vergonzoso, indigno neutr. subst. τὸ τοῦ πράγματος δυσπρόσοπτον Eust.763.2.
II adv. δυσπροσόπτως
1 con mal aspecto δυσπροσόπτως ἔχοντες καὶ τὴν ὄψιν χλωροὶ ἐκ νόσου Eust.630.5.
2 vergonzosa, indignamente ἐζωσμέναι δυσπροσόπτως Agatharch.26.
German (Pape)
[Seite 688] schwer anzusehen; όνείρατα Soph. El. 452, deren Anblick Unglück bedeutet; καὶ ἔκφυλος ὄψις Plut. Aemil. 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 horrible à voir;
2 terrible à voir.
Étymologie: δυσ-, προσόψομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσοπτος: неприятный или страшный на вид, жуткий (ὀνείρατα Soph.; ὄψις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσοπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ προσβλέψῃ τις, κάρα τὸ δ. Σοφ. Ο. Κ. 286· ὀνείρατα ὁ αὐτ. Ἠλ. 460. ― Ὁ Nauck προτιμᾷ δυσπρόσωπον.
Greek Monolingual
δυσπρόσοπτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα μπορεί κανείς να αντικρίσει
2. ο φοβερός στην όψη.
Greek Monotonic
δυσπρόσοπτος: -ον (προσόψομαι, μέλ. του προσ-οράω), δύσκολος στην όραση, τρομακτικός στην όψη, σε Σοφ.
Middle Liddell
δυσ-πρόσοπτος, ον προσόψομαι, fut. of προσοράω
hard to look on, horrid to behold, Soph.