συννοέω

From LSJ
Revision as of 10:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννοέω Medium diacritics: συννοέω Low diacritics: συννοέω Capitals: ΣΥΝΝΟΕΩ
Transliteration A: synnoéō Transliteration B: synnoeō Transliteration C: synnoeo Beta Code: sunnoe/w

English (LSJ)

A meditate, reflect upon a thing, τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα S.OC 453, cf. Pl.Smp. 220c, Phdr.241c, Lg.712d, PTeb.24.30 (ii B.C.); σ. τί τις χρήσεται think what one can do with it, Pl.Lg.835d:—Med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος E.Or.634, cf. Ion644.
2 make plans, πάντα -οῦμεν ἐκπράξειν χερί Patrocl.1.5.
II comprehend, understand, Pl.Tht.164a, al.: c. part., σ. τινὰ μανθάνοντα Id.Epin.976b, cf. Plu.Pomp.74: followed by a relat., σ. ὅτι..understand that... Pl. Plt.280b, Arist.Pol.1284a32; σ. ὡς.. Pl.Sph.238c, etc.:—Med., Ar. Ra.598 (lyr.).
2 know at the same time, Mich. in EN518.34.

French (Bailly abrégé)

-οῶ;
embrasser par la pensée ; pensée, méditer, réfléchir : τι à qch.
Étymologie: σύν, νοέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννοέω [σύννοος] ook med. geconcentreerd nadenken (over), begrijpen:; σ. θέσφατα παλαίφατ’ de oude orakels overdenken Soph. OC 453; ταῦτ’ ἄρτι συννούμενος dit zojuist begrijpend Aristoph. Ran. 599; met ὅτι - of ὡς -bijzin:; συννοῆσαι... ὅτι δεῖ... ἀναιρεῖν beseffen dat het nodig was te doden Aristot. Pol. 1284a32; met ptc.: σ. τὸν καιρὸν οὐκ ὄντα θρήνων beseffend dat het geen tijd was voor geweeklaag Plut. Pomp. 74.4.

German (Pape)

(νοέω), mit dem Verstande fassen, bedenken, überlegen, verstehen, Soph. O.C. 454; im med., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος, Eur. Or. 633; Ar. Ran. 598; Andoc. 3.27; οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ, Plat. Theaet. 164a; εἰ ξυννοεῖς τὴν οἰκειότητα, Polit. 280b; auch mit folgdm ὅτι, Soph. 242d; und med., Alc. II, 133a; oft bei Pol. τί und ὅτι.

Russian (Dvoretsky)

συννοέω:
1 размышлять, соображать, обдумывать (τι Soph., Plat.): ἐν ἑαυτῷ τι συννούμενος Eur. размышляя про себя кой о чем;
2 понимагь (τι Plat., Polyb.; οὐ μὴν ἱκανῶς γε συννοῶ Plat.).

Greek Monotonic

συννοέω: μέλ. -ήσω,
I. σκέφτομαι ή στοχάζομαι κάτι, σε Σοφ., Πλάτ.· ομοίως, στη Μέσ., σε Ευρ.
II. συλλαμβάνω με το νου μου, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

συννοέω: παραβάλλω κατὰ διάνοιαν, σκέπτομαι, μελετῶ κατ’ ἐμαυτόν, συννοῶν τε τἀξ ἐμοῦ παλαίφατα Σοφ. Ο. Κ. 453, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 220C, Φαῖδρ. 241C, Νόμ. 712D φοβηθῆναι ξυννοήσαντα τί τις χρήσεται τῇ τοιαύτῃ πόλει, τί εἰμπορεῖ τις νὰ κάμῃ μὲ τοιαύτην πόλιν, αὐτόθι 835D· ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἐν ἐμαυτῷ τι συννοούμενος Εὐρ. Ὀρ. 634, πρβλ. 644. ΙΙ. ἀντιλαμβάνομαι, καταλαμβάνω, ἐννοῶ, Πλάτ. Θεαίτ. 164Α, Σοφιστ. 280Β, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ξ. τινα μανθάνοντα ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιν. 976Β, πρβλ. Πλουτ. Πομπ. 74· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, σ. ὅτι..., ἐννοῶ ὅτι…, Πλάτ. Πολιτ. 280Β, Ἀριστ. Πολιτ. 3. 13, 17· σ. ὡς… Πλάτ. Σοφιστ. 238C, κτλ.· ― οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 598.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to meditate or reflect upon a thing, Soph., Plat.:—so in Mid., Eur.
II. to perceive by thinking, comprehend, understand, Plat., etc.:— so in Mid., Ar.