ἀπολισθάνω

From LSJ
Revision as of 10:17, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολισθάνω Medium diacritics: ἀπολισθάνω Low diacritics: απολισθάνω Capitals: ΑΠΟΛΙΣΘΑΝΩ
Transliteration A: apolisthánō Transliteration B: apolisthanō Transliteration C: apolisthano Beta Code: a)polisqa/nw

English (LSJ)

later ἀπολισθαίνω Poll.1.116, v.l. in Hp.Acut.17, Plu.Alc. 6, etc.: aor.
A ἀπώλισθον Ar.Lys.678, etc.; later ἀπωλίσθησα AP9.158:—slip off or away, Th.7.65, Arist.Pr.961a27, Plot.3.6.14: c. acc. cogn., ἐκ τέγεος πέσημα APl.c.
2 c. gen., slip away from, τινός Ar.Lys.678; τῆς μνήμης prob. in Alciphr.3.11; ἀ. τινός, also, cease to be intimate with one, τοῦ Σωκράτους Plu.l.c.; ἀ. ἔς τι Luc.Dem. Enc. 12; ἐπὶ τὴν δόξαν Iamb.Myst.9.8.
b ἀ. τοῦ ρ make a slip in pronouncing ρ, Plu.2.277d.

Spanish (DGE)

1 resbalar por una superficie engrasada ἡ χείρ Th.7.65, desde un caballo al galope, Ar.Lys.678, lo que la materia toma del ser, Plot.3.6.14
c. ac. int. ἀ. πέσημα caer, AP 9.158
apartarse Σωκράτους Plu.Alc.6, tb. en v. med.-pas. τῶν ἀρχαίων φρυαγμάτων Cyr.Al.M.71.140C.
2 fig. ἀ. μνήμης irse de la memoria Alciphr.2.8.2, ἀ. βίοιο morir, AP 7.273 (Leon.), ἀ. τοῦ ρ pronunciar mal la ρ Plu.2.277d.

French (Bailly abrégé)

att. c. ἀπολισθαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολισθάνω: (-αίνω, εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Πλουτ. καὶ ἄλλων): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. ἀπώλισθον Ἁριστ. Λυσ. 678, κτλ.· μεταγ. ἀπωλίσθησα Ἀνθ. Π. 9. 158. Ὀλισθαίνω ἔκ τινος μέρους, «ξεγλιστρῶ», Θουκ. 7. 65, Ἀριστ. Πρβλ. 32. 11. 2) μετὰ γεν., ὀλισθαίνω ἀπό τινος, διαφεύγω, τινὸς Ἀρσιτοφ. Λυσ. 678· τῆς μνήμης Ἀλκίφρ. 3. 11· ἀπ. τινός, ὡσαύτως, παύομαι τοῦ νὰ εἶμαι στενὸς φίλος τινός, Πλουτ. Ἀλκ. 6· ἀπ. εἴς τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 12.

Greek Monolingual

ἀπολισθάνω κ. -λισθαίνω (Α) ολισθάνω / ολισθαίνω
1. γλιστρώ μακριά
2. ξεγλιστρώ, ξεφεύγω
3. απομακρύνομαι
4. χαλαρώνω τους δεσμούς φιλίας με κάποιον
5. φρ. «ἀπολισθάνω τοῦ ῥ» — δεν προφέρω καθαρά τον φθόγγο ρ.

Greek Monotonic

ἀπολισθάνω: μεταγεν. —αίνω, μέλ. -ολισθήσω, αόρ. βʹ -ώλισθον·
1. γλιστρώ από κάπου, ξεγλιστρώ, σε Θουκ.
2. με γεν., ξεγλιστρώ μακριά από, διαφεύγω από, τινός, σε Αριστοφ.

Middle Liddell


1. to slip off or away, Thuc.
2. c. gen. to slip away from, τινός Ar.

German (Pape)

att. = ἀπολισθαίνω.