ὁπλιτικός

From LSJ
Revision as of 10:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁπλῑτικός Medium diacritics: ὁπλιτικός Low diacritics: οπλιτικός Capitals: ΟΠΛΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hoplitikós Transliteration B: hoplitikos Transliteration C: oplitikos Beta Code: o(plitiko/s

English (LSJ)

ὁπλιτική, ὁπλιτικόν,
A of or for a man-at-arms, μάχη Pl.R. 374d; αἱ ὁ. τάξεις X.HG3.4.16; ὅπλα ib.4.2.7.
2ὁπλιτική (sc. ὁπλιτικὴ τέχνη) the art of using heavy arms, the soldier's art, Pl.R. 333d; so τὸ ὁπλιτικόν Id.La.182d; also τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν = profess the art of arms, ib.183c.
II of persons, heavy-armed, τὸ ὁπλιτικόν = the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, opp. τὸ ἄνοπλον, Arist.Pol.1289b32, cf. Th.5.6, X.An.7.6.26; ἡ ὁπλιτικὴ δύναμις Arist.Pol.1321a18.

German (Pape)

[Seite 359] den Schwerbewaffneten betreffend; μάχη, Plat. Rep. II, 374 d; θώραξ, Ep. XIII, 363 a; τὸ ὁπλιτικόν, die schwerbewaffneten Truppen, Thuc. 5, 6; Xen. An. 7, 6, 26; Plat. u. A.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, den Dienst eines Schwerbewaffneten thun, Plat. Lach. 183 c.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les hoplites ; τὸ ὁπλιτικόν, corps des hoplites, grosse infanterie.
Étymologie: ὁπλίτης.

Russian (Dvoretsky)

ὁπλῑτικός: гоплитский (ὅπλα, θώραξ Plat.; τάξεις Xen.): ὁπλιτικὴ μάχη Plat. бой гоплитов.

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὁπλίτην, μάχη Πλάτ. Πολ. 374D· αἱ ὁπλ. τάξεις Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 16· ὅπλα αὐτόθι 4. 2. 7. 2) ἡ ὁπλιτικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ χειρίζεσθαι βαρέα ὅπλα, ἡ τέχνη τοῦ ὁπλίτου, Πλάτ. Πολ. 333D· οὕτω, τὸ ὁπλιτικόν, ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 182D· ὡσαύτως, τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, ὑπηρετῶ ὡς ὁπλίτης, αὐτόθι 183C· ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, κατάλληλος πρὸς τὴν ἐν τῷ στρατῷ ὑπηρεσίαν ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνοπλος, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 3, 1· ― τὸ ὁπλιτικὸν = οἱ ὁπλῖται, Θουκ. 5. 6, Ξεν. Ἀνέβ. 7. 6, 26· ἡ ὁπλιτικὴ δύναμις Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 7, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὁπλιτικός, -ή, -όν) οπλίτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον οπλίτη
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που είναι κατάλληλος για υπηρεσία στον στρατό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὁπλιτική
η τέχνη του να είναι κανείς οπλίτης, δηλ. να χειρίζεται βαριά όπλα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁπλιτικόν
α) η οπλιτική τέχνη
β) οι βαριά οπλισμένοι στρατιώτες, οι οπλίτες
4. φρ. α) «τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν» — το να εκτελεί κανείς την υπηρεσία τών οπλιτών
β) «ἡ ὁπλιτική δύναμις» — οι οπλίτες.

Greek Monotonic

ὁπλῑτικός: -ή, -όν,
I. 1. αυτός που ανήκει, προορίζεται ή αρμόζει σε οπλίτη, άντρα υπό τα όπλα, σε Πλάτ., Ξεν.
2. ἡ -κή (ενν. τέχνη), η τέχνη του να χειρίζεται κάποιος βαρέα όπλα, η τέχνη του στρατιώτη, σε Πλάτ.· τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν, υπηρετώ ως οπλίτης, ως άντρας υπό τα όπλα, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κατάλληλος για στρατιωτική υπηρεσία, σε αντίθ. προς το ἄνοπλος, σε Αριστ.· τὸ ὁπλιτικόν, σώμα οπλιτών, = οἱ ὁπλῖται, σε Θουκ., Ξεν.

Middle Liddell

ὁπλῑτικός, ή, όν [from ὁπλῑ́της]
I. of or for a man-at-arms, Plat., Xen.
2. ἡ -κή (sc. τέχνἠ, the art of using heavy arms, the soldier's art, Plat.; τὰ ὁπλιτικὰ ἐπιτηδεύειν to serve as a man-at-arms, Plat.
II. of persons, fit for service, opp. to ἄνοπλος, Arist.:— τὸ ὁπλιτικόν the soldiery, = οἱ ὁπλῖται, Thuc., Xen.