ἐπίδημος
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
Dor. ἐπίδαμος, ον,
A = ἐπιδήμιος, Antiph.11; οὐ τυγχάνει ἐ. ὤν not at home, Ar.Fr.390; ἐπίδᾱμος φάτις Οἰδιπόδα the popular current report concerning, S.OT495 (lyr.).
2. sojourning in a place, Call.Dian.226; Δήλῳ δ' ἦν ἐπίδημος, of Artemis, Id.Aet.3.1.26; οἱ ἐπίδᾱμοι GDI5040 (Hierapytna), cf. Milet.3.149 (ii B.C.).
3. of diseases, prevalent, epidemic, Hp.Epid.1.14.
b. ἐ. βιβλία writings on epidemic diseases, Pall.in Hp.Fract.12.271C.
German (Pape)
[Seite 937] = ἐπιδήμιος; φάτις Soph. O. R. 494; εἰλαπίνη, woran das ganze Volk theilnimmt, Tryph. 448. – Μιλήτῳ, sich in Milet aufhaltend, Callim. Dian. 226. – Bei Antiphan. auch = ἔνδημος, B. A. 93.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se répand dans un pays.
Étymologie: ἐπί, δῆμος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίδημος: дор. ἐπίδᾱμος 2
1 (о чужеземце), прибывший, приезжий, Arph.;
2 распространенный в народе: ἐπὶ τὰν ἐπίδᾱμον φάτιν Soph. наперекор общественному мнению.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδημος: -ον, = ἐπιδήμιος, «ἐπιδήμιος ἀντὶ τοῦ ἔνδημος. Ἀντιφάνης Ἀγροίκῳ» Α. Β. 93. 27· οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν, δὲν εἶναι ἐν τῇ πατρίδι του, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 348· ἐπίδᾱμος φάτις Οἰδιπόδα, δημώδης, κοινὴ φήμη περὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 495. 2) διατρίβων ἔν τινι τόπῳ, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 226· οἱ ἐπίδαμοι, οἱ οἴκοι διαμένοντες, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 33. 2) ἐπὶ νόσων, ἐπικρατοῦσα, ἐπιδημικὴ νόσος, ἐπιδημία, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950.
Greek Monolingual
ἐπίδημος, -ον (AM) (Α και ἐπίδαμος, -ον)
(για νόσο) επιδημικός
αρχ.
1. ο επιδήμιος, αυτός που βρίσκεται στην πόλη ή στην πατρίδα του κάποια συγκεκριμένη χρονική περίοδο
2. εκείνος που διαμένει σε κάποιο τόπο
3. φρ. «έπίδαμος φάτις» — η άποψη, η φήμη που κυκλοφορεί στην πόλη.
Greek Monotonic
ἐπίδημος: -ον, = ἐπιδήμιος, σε Αριστοφ.· ἐπίδᾱμος φάτις (Δωρ.), δημώδης, κοινή, τρέχουσα φήμη, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἐπί-δημος, ον = ἐπιδήμιος, Ar.]
ἐπίδᾱμος φάτις, doric popular, current report, Soph.