ἄμφοδον
English (LSJ)
τό,
A street, Ar.Fr.327, OGI483.80(Pergam.), Ev.Marc.11.4, Cleom.2.1; = compitum, Glossaria
II block of houses surrounded by streets, Hyp.Fr.137, PMag.Par.1.349: prov., οὐ θύρᾳ ἀλλ' ἀμφόδῳ διέψευσται Plb.39.3.2: hence, ward, quarter of a town, LXX Je.17.27, SIG961.1 (Smyrna), Ph.Bel.92.42, BGU496 (ii A.D.), etc.:—also ἄμφοδος, ἡ, Gal.UP16.1, Sm.Am.5.16, Procop.Aed.2.3.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 calle Ar.Fr.328, OGI 483.80, Eu.Marc.11.4, Cleom.2.1.75.
2 plazuela, Gloss.2.105.
3 barrio (a veces quizá 1) Hyp.Fr.137, Plb.39.3.2, LXX Ie.17.27, SIG 961.1 (Esmirna), Ph.Bel.92.42, c. función fiscal λιτουργοῦντος ἀμφόδου BGU 958c (III a.C.), cf. PMerton 67.8 (II a.C.), BGU 777.4 (II a.C.), PGoodsp.Cair.10.6 (II a.C.), PMich.628.4 (II a.C.), PFlor.376.31 (III a.C.), POxy.2715.6 (IV a.C.), relacionado c. φυλή POxy.2715.6 (IV a.C.).
German (Pape)
[Seite 145] τό, = folgd., Hyperid. Poll. 9, 36.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
c. ἄμφοδος.
Russian (Dvoretsky)
ἄμφοδον: τό NT = ἀμφόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφοδον: τό, πᾶσα ὁδός, ἥτις φέρει περί τινα τόπον ἢ περί τινα συνοικίαν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 304, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. 9. 36, Κ. Δ.: - ὡσαύτως ἄμφοδος, ἡ, Κλήμ. Ἀλεξ. 257. 2) συνοικία περιβαλλομένη ὑπὸ ὁδῶν, καὶ ἑπομ. = τῷ Λατ. vicus, τμῆμα ἢ συνοικία πόλεώς τινος, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 27).
English (Strong)
from the base of ἀμφότερος and ὁδός; a fork in the road: where two ways meet.
Greek Monolingual
ἄμφοδον, το (Α)
1. οδός, δρόμος
2. οικοδομικό τετράγωνο
3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. ἄμφοδος < ἀμφι + ὁδὸς (πρβλ. τρί-οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ)
ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης.
Greek Monotonic
ἄμφοδον: τό (ὁδός), δρόμος γύρω από σπίτια, οδός, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
ὁδός
a road round houses, a street, NTest.
Chinese
原文音譯:¥mfodon 暗弗哦端
詞類次數:名詞(1)
原文字根:封套-道路 相當於: (אַרְמֹון)
字義溯源:叉路,街道;由(ἀμφότεροι)=雙方)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=路)組成;其中 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X*=環繞)。同義字 1) (ἄμφοδον)叉路 2) (ὁδός / ὁδοποιέω)道路 3) (ῥύμη)小街巷 4) (τρίβος)路徑
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 街道(1) 可11:4