ἄμφοδον

From LSJ
Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμφοδον Medium diacritics: ἄμφοδον Low diacritics: άμφοδον Capitals: ΑΜΦΟΔΟΝ
Transliteration A: ámphodon Transliteration B: amphodon Transliteration C: amfodon Beta Code: a)/mfodon

English (LSJ)

τό,
A street, Ar.Fr.327, OGI483.80(Pergam.), Ev.Marc.11.4, Cleom.2.1; = compitum, Glossaria
II block of houses surrounded by streets, Hyp.Fr.137, PMag.Par.1.349: prov., οὐ θύρᾳ ἀλλ' ἀμφόδῳ διέψευσται Plb.39.3.2: hence, ward, quarter of a town, LXX Je.17.27, SIG961.1 (Smyrna), Ph.Bel.92.42, BGU496 (ii A.D.), etc.:—also ἄμφοδος, ἡ, Gal.UP16.1, Sm.Am.5.16, Procop.Aed.2.3.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 calle Ar.Fr.328, OGI 483.80, Eu.Marc.11.4, Cleom.2.1.75.
2 plazuela, Gloss.2.105.
3 barrio (a veces quizá 1) Hyp.Fr.137, Plb.39.3.2, LXX Ie.17.27, SIG 961.1 (Esmirna), Ph.Bel.92.42, c. función fiscal λιτουργοῦντος ἀμφόδου BGU 958c (III a.C.), cf. PMerton 67.8 (II a.C.), BGU 777.4 (II a.C.), PGoodsp.Cair.10.6 (II a.C.), PMich.628.4 (II a.C.), PFlor.376.31 (III a.C.), POxy.2715.6 (IV a.C.), relacionado c. φυλή POxy.2715.6 (IV a.C.).

German (Pape)

[Seite 145] τό, = folgd., Hyperid. Poll. 9, 36.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
c. ἄμφοδος.

Russian (Dvoretsky)

ἄμφοδον: τό NT = ἀμφόδιον.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμφοδον: τό, πᾶσα ὁδός, ἥτις φέρει περί τινα τόπον ἢ περί τινα συνοικίαν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 304, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. 9. 36, Κ. Δ.: - ὡσαύτως ἄμφοδος, ἡ, Κλήμ. Ἀλεξ. 257. 2) συνοικία περιβαλλομένη ὑπὸ ὁδῶν, καὶ ἑπομ. = τῷ Λατ. vicus, τμῆμασυνοικία πόλεώς τινος, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 27).

English (Strong)

from the base of ἀμφότερος and ὁδός; a fork in the road: where two ways meet.

Greek Monolingual

ἄμφοδον, το (Α)
1. οδός, δρόμος
2. οικοδομικό τετράγωνο
3. τμήμα πόλης, συνοικία, γειτονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του επιθ. ἄμφοδος < ἀμφι + ὁδὸς (πρβλ. τρί-οδος, άνοδος, κάθοδος κλπ)
ΣΥΝΘ. (αρχ) ἀμφοδάρχης.

Greek Monotonic

ἄμφοδον: τό (ὁδός), δρόμος γύρω από σπίτια, οδός, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ὁδός
a road round houses, a street, NTest.

Chinese

原文音譯:¥mfodon 暗弗哦端
詞類次數:名詞(1)
原文字根:封套-道路 相當於: (אַרְמֹון‎)
字義溯源:叉路,街道;由(ἀμφότεροι)=雙方)與(ὁδός / ὁδοποιέω)*=路)組成;其中 (ἀμφότεροι)出自(ἀμύνομαι)X*=環繞)。同義字 1) (ἄμφοδον)叉路 2) (ὁδός / ὁδοποιέω)道路 3) (ῥύμη)小街巷 4) (τρίβος)路徑
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 街道(1) 可11:4