φθόρος
English (LSJ)
(on the accent v. Hdn.Gr.1.191), ὁ,
A = φθορά, Thgn.833, Th.2.52, Pl.Euthd.285b, Arist.Pr.879b26; πολὺς ἐγένετο φ. τῶν πολεμίων Plb.3.51.3: mostly in phrases, ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (v. φθείρω ΙΙ.1), A.Ag.1267; οὐκ ἐς φθόρον..; Id.Th.252; ἄπαγ' ἐς τὸν φθόρον [Epich.] ap.Ath.2.63d.
II like ὄλεθρος, pestilent fellow, Ar.Eq.1151, D.13.24; of a woman, Ar.Th.535; φθόρος ἀργυρίω Theoc.15.18.
German (Pape)
[Seite 1273] ὁ, = φθορά; Thuc. 2, 52, καὶ ὄλεθρος Plat. Euthyd. 285 b; ἐς φθόρον und οὐκ ἐς φθόρον gewöhnliche Verwünschungsformeln, Aesch. Spt. 234; ἴτ' ἐς φθόρον πεσόντα Ag. 1240; ἄπαγ' εἰς τὸν φθόρον Epicharm. bei Ath. II, 63 c; – Niederlage im Kriege, Pol. 3, 51, 3. – Auch, wie ὄλεθρος, ein verderblicher Mensch, der Andern Verderben bringt, Ar. Equ. 1147 Dem. 13, 24, auch von einem Weibe, ἡ φθόρος, Ar. Th. 535, s. Lob. Ai. p. 275.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
perdition, perte, ruine, destruction ; formule d'imprécation ἐς φθόρον ESCHL aller à la malheure.
Étymologie: φθείρω.
Russian (Dvoretsky)
φθόρος: ὁ
1 разрушение, гибель (φ. καὶ ὄλεθρος Plat.): ἴτ᾽ ἐς φθόρον! Aesch. пропади!, сгинь!;
2 мор, поветрие: ὁ φ. ἐγίγνετο οὐδενὶ κόσμῳ Thuc. эпидемия поражала всех без разбора (досл. гибель происходила без всякого порядка);
3 поражение, разгром (φ. τῶν Καρχηδονίων Polyb.): ἅμα φθόρῳ πολλῷ Plut. с большими потерями (в войске);
4 (тж. ἡ) бран. чума, язва Arph.: φθόροι ἄνθρωποι Dem. изверги рода человеческого;
5 досл. порча, перен. расточитель (φ. ἀργυρίω Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
φθόρος: ὁ, = φθορά, πάντα τάδ’ ἐν κοράκεσσι καὶ ἐν φθόρῳ Θέογν. 833 (ἴδε ἐν λ. κόραξ). Θουκ. 2. 52, Πλάτ. Εὐθύδ. 285Β· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ταῖς φράσεσιν, ἴτ’ ἐς φθόρον φθείρεσθε (ἴδε φθείρω ΙΙ. 1), ὅπερ ἦν συνήθης τύπος κατάρας, «πᾷ νὰ χαθῆτε», Αἰσχύλ. Ἀγ. 1267· οὐκ ἐς φθόρον...; δὲν πᾷ νὰ χαθῇς; ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 252· ἄπαγ’ ἐς τὸν φθόρον Ἐπίχαρμ. 107 Ahr. ΙΙ. ὡς τὸ ὄλεθρος, ὀλέθριος ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1151, Δημ. 173. 16· ὡσαύτως ἐπὶ γυναικός, Ἀριστοφ. Θεσμ. 535· ― ὡσαύτως, φθόρος ἀργυρίῳ, ὡς τὸ Λατ. barathrum macelli, Θεόκρ. 15. 22. ― Ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ, ἐνίοτε φέρεται φθορὸς (ὀξυτόνως), Λοβεκ. Παραλ. 345.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και φθορός Α
σταδιακή καταστροφή ή απώλεια, φθορά
αρχ.
1. (για πρόσ.) (κυρίως στον τ. φθορός) αυτός που προκαλεί φθορά
2. φρ. α) «ἵτ' ἐς φθόρον»
(ως κατάρα) πηγαίνετε να χαθείτε (Αισχύλ.)
β) «φθόρος ἀργυρίου» — άσωτος άνθρωπος (Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθορ- της ετεροιωμένης βαθμίδας του ρ. φθείρω + κατάλ. -ος (πρβλ. τρόπ-ος: τρέπω). Ο τ. είναι σπανιότερος του θηλ. φθορά.
Greek Monotonic
φθόρος: ὁ,
I. = φθορά, σε Θέογν., Θουκ.· ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (βλ. φθείρω II. I), συνήθης τύπος για κατάρα, σε Αισχύλ.· οὐκ ἐς φθόρον, στον ίδ.
II. όπως ὄλεθρος, ολέθριος άνθρωπος, σε Αριστοφ., Δημ.
Middle Liddell
φθόρος, ὁ, = φθορά, Theogn., Thuc.]
I. ἴτ' ἐς φθόρον = φθείρεσθε (v. φθείρω II. 1) a common form of cursing, Aesch.; οὐκ ἐς φθόρον; Aesch.
II. like ὄλεθρος, a pestilent fellow, Ar., Dem.