τριγονία

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐγονία Medium diacritics: τριγονία Low diacritics: τριγονία Capitals: ΤΡΙΓΟΝΙΑ
Transliteration A: trigonía Transliteration B: trigonia Transliteration C: trigonia Beta Code: trigoni/a

English (LSJ)

ἡ, the third generation, πονηρὸς ἐκ τριγονίας D.58.17; ὁ ἐκ τ. ὢν μυροπώλης Hyp.Ath. 19; εἰ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τ. Poll.8.85 citing Arist. (who does not use the word in Ath.55.3); οἱ ἐκ τ. (v.l. τριγενείας) στιγματίαι Ph.2.446; ἐκ τ. βασιλεύς Hdn.1.7.4; εἰς τ. παραμένειν, προελθεῖν, Str.11.10.1, 12.2.11, cf. Jul.Or.4.131c; cf. τριγένεια.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
troisième génération, durée de trois générations.
Étymologie: τρίγονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριγονία -ας, ἡ [τρίγονος] derde generatie.

German (Pape)

ἡ, die dritte Zeugung, Generation; πονηρὸς ἐκ τριγονίας, Dem. 58.17; διὰ τριγονίας ἐκ πολιτῶν γεγονώς, Strab. 4.1.5 A.; vgl. Poll. 8.85; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν, Plut. Cat. mai. 15.

Russian (Dvoretsky)

τρῐγονία: ἡ третье поколение: ἐκ τριγονίας Dem., Arst. в третьем поколении; εἰς τριγονίαν τῷ βίῳ κατελθεῖν Plut. прожить три поколения.

Greek Monolingual

ἡ, Α τρίγονος
η τρίτη γενεά.

Greek Monotonic

τρῐγονία: ἡ, η τρίτη γενιά, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐγονία: ἡ, ἡ τρίτη γενεά, πονηρὸς ἐκ τριγονίας Δημ. 1327. 3˙ οἱ Ἀθηναῖοί εἰσιν ἑκατέρωθεν ἐκ τριγ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 374˙ ἐκ τρ. βασιλεὺς Ἡρῳδιαν. 1. 7˙ εἰς τρ. παραμένειν, προελθεῖν Στράβ. 516, 540˙ πρβλ. τριγένεια, τρίδουλος.

Middle Liddell

τρῐγονία, ἡ,
the third generation, Dem. [from τρίγονος