διθάλασσος

From LSJ
Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐθάλασσος Medium diacritics: διθάλασσος Low diacritics: διθάλασσος Capitals: ΔΙΘΑΛΑΣΣΟΣ
Transliteration A: dithálassos Transliteration B: dithalassos Transliteration C: dithalassos Beta Code: diqa/lassos

English (LSJ)

Att. διθάλαττος [θᾰ], ον,
A divided into two seas, of the Euxine, Str.2.5.22, cf. D.P.156; of the Atlantic, Str.1.1.8.
II between two seas, where two seas meet, as is often the case off a headland, Act.Ap.27.41; βραχέα καὶ διθάλαττα shallows and meetings of currents, in the Syrtes, D.Chr.5.9.

Spanish (DGE)

(δῐθάλασσος) -ον
• Alolema(s): át. -ττος
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que se divide en dos mares del Ponto Euxino, Str.2.5.22, D.P.156, del Atlántico, Str.1.1.8.
2 bañado por dos mares de un cabo Act.Ap.27.41, τεῖχος Orac.Sib.5.334, τόποι Clem.Ep.14.4
subst. βραχέα καὶ διθάλαττα bajíos y salientes de la costa D.Chr.5.9.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 baigné par deux mers;
2 qui se partage en deux mers;
3 où se rencontrent deux courants en parl. des Syrtes.
Étymologie: δίς, θάλασσα.

German (Pape)

att. διθάλαττος, an zwei Meeren gelegen; Act. Apost. 27.41; zwei Meere bildend, πόντος Strab 2.5.22; D. Per 156.

Russian (Dvoretsky)

διθάλασσος: омываемый с двух сторон морем (τόπος NT).

Greek (Liddell-Scott)

διθάλασσος: Ἀττ. -ττος, ον, διῃρημένος εἰς δύο θαλάσσας, ἐπὶ τοῦ Εὐξείνου, Στράβων 124, πρβλ. Διον. Π. 156. ΙΙ. ὁ μεταξὺ δύο θαλασσῶν, ἔνθα δύο θάλασσαι συναντῶνται, ὡς συχνάκις γίνεται ἔξω ἀκρωτηρίων ἢ προέχοντος μέρους τῆς ξηρᾶς, Πράξ. Ἀποστ. κζ', 41· βραχέα καὶ διθάλασσα, ῥηχὰ μέρη καὶ ἕνωσις τῶν θαλασσίων ῥευμάτων, ἐν ταῖς Σύρτεσι, Δίων Χρ. Λόγ. 5.

English (Strong)

from δίς and θάλασσα; having two seas, i.e. a sound with a double outlet: where two seas meet.

English (Thayer)

διθάλασσον (δίς and θάλασσα)
1. resembling (or forming) two seas: thus of the Euxine Sea, Strabo 2,5, 22; Dionysius Periegetes, 156.
2. lying between two seas, i. e. washed by the sea on both sides (Dio Chrysostom 5, p. 83): τόπος διθάλασσος, an isthmus or tongue of land, the extremity of which is covered by the waves, ἀλογιστοι καί ἐνδοιαζοντες περί τῶν τῆς ἀληθείας ἐπαγγελματων are allegorically styled τόποι διθαλασσοι δέ καί θηριωδεις.)

Greek Monolingual

διθάλασσος, -ον (Α)
αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες ή σχηματίζει δύο θάλασσες («ἔτσι δὲ διθάλαττος τρόπον τινὰ οὗτος
ο Εὔξεινος», Στράβ.).

Greek Monotonic

διθάλασσος: Αττ. -ττος, -ον (θάλασσα),· αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες, το σημείο σύζευξης δύο θαλασσών, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

adj adj θάλασσα
between two seas, where two seas meet, NTest.

Chinese

原文音譯:diq£lassoj 笛-他拉所士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:經過-海
字義溯源:有兩波浪的,兩面有海的,兩水夾流的,位於兩海間;由(δίς)=兩次)與(θάλασσα)*=海,波浪)組成;其中 (δίς)出自(δύο / δισμυριάς)*=二)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 兩邊有海的(1) 徒27:41