σκιμαλίζω
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
jeer at, flout, τινα Ar.Pax549; ῥηματίοις Id.Ach.444; σκιμαλίζω ποδί = kick, D.L.7.17; expld. as Att. for καταδακτυλίζω by Moer. p.360 P., Phryn.PSp.83 B., cf. Sch.Ar.Il.cc.; also expld. by Sch.Ar. Pax l.c. as to hold up the middle finger (sens. obsc.). [The quantity of σκι- is not determined.]
German (Pape)
[Seite 898] Einen nasenstübern, übh. Einen schimpflich, verächtlich behandeln, mißhandeln, gleichviel ob mit Worten oder Werken; ὅπως ἂν αὐτοὺς ῥηματίοις σκιμαλίσω, Ar. Ach. 419, Schol. ἐξουθενίσω ἢ χλευάσω, wobei er noch hinzusetzt τῷ μικρῷ δακτυλίῳ ὡς τῶν γυναικείων πυγῶν ἅψομαι, τῶν ὀρνίθων ἀποπειρᾶσθαι εἰ ὠοτοκοῦσιν (das Huhn betasten, wie βλιμάζω); nach B. A. 48 = καταδακτυλίζειν, τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπ τεσθαι; καὶ τὸν δορυξὸν οἷον ἐσκιμάλισεν, Ar. Pax 544, wo das Nasenstübern genauer beschrieben wird; ποδί, mit dem Fuße stoßen, D. L. 7, 17. – [Über die Quantität der ersten Sylbe entscheiden die Stellen des Ar. Nichts.]
French (Bailly abrégé)
att. pour καταδακτυλίζω : faire la figue.
Étymologie: σκίμαλλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιμαλίζω de middelvinger opsteken, met acc. tegen iem.; vandaar beschimpen, bespotten:. ῥηματίοις met plaagstootjes Aristoph. Ach. 444.
Russian (Dvoretsky)
σκιμᾱλίζω: глумиться, высмеивать (σ. τινὰ ῥηματίοις Arph.): σ. ποδί Diog. L. ударять ногой, угощать пинками.
Greek Monolingual
Α
1. (ως υβριστική χειρονομία) α) χτυπώ τη μύτη κάποιου με το μεσαίο δάχτυλο αφήνοντάς το ελεύθερο ενώ το συγκρατούσα με τον αντίχειρα
β) υψώνω το μεσαίο δάχτυλο
2. (κατ' επέκτ.) κακομεταχειρίζομαι κάποιον με λόγια ή έργα
3. καταδακτυλίζω
4. φρ. «σκιμαλίζω ποδί» — κλωτσώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκίμαλ(λ)ος (πρβλ. σκινθαρίζω)].
Greek Monotonic
σκιμᾱλίζω: Αττ. μέλ. -ιῶ, μουντζώνω, φασκελώνω, περιπαίζω, χλευάζω, προσβάλλω, τινά, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
σκιμᾱλίζω: μέλλ. Ἀττ. –ιῶ, ἐμπαίζω, περιπαίζω, περιγελῶ, «μουτζώνω», «φασκελώνω», κτυπῶ μὲ τὸν μεσαῖον δάκτυλον εἰς τὴν μύτην (πρὸς ὕβριν), τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 549· ῥηματίοις ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 444· σκ. ποδί, λακτίζω, «κλωτσῶ», Διογ. Λ. 7. 17· ― ἑρμηνεύεται ὡς Ἀττ. ἰσοδύναμον τῷ κοινῷ Ἑλλην. καταδακτυλίζω παρὰ Μοίρ. 360, Α. Β. 48, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. ἑτέραν ἑρμηνείαν παρέχει ὁ Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. ἔνθ’ ἀνωτ., δηλ., ὑψώνω τὸν μέσον δάκτυλον (μετ’ αἰσχρᾶς σημασίας), ἴδε Ἰουβεν. 10. 53, Μαρτ. 2. 28· καλεῖται digitus infamis παρὰ τῷ Περσ. 2. 33. [Ἡ ποσότης τῆς συλλαβ. σκι- δὲν εἶναι ὡρισμένη].
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: jeer, flout (Ar. Ach. 444, Pax 549, D.L. 7, 17); after the gramm. (Moer., Phryn., H.) = καταδακτυλίζω; after sch. Pax ad loc. to hold up the middle finger (sens. obsc.).
Derivatives: σκίμαλλος (PLond. = Aegyptus 6, 194), prob. des. of a finger.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (S)
Etymology: Formation like κόβαλος, σκίταλος and other comedy-words (cf. Björck Alpha impurum 46f., 259f.); further unexplained. -- In the same or similar meaning σκινθαρίζω (σκανθ- Poll.), σκινδαρ-εύεσθαι, -ίσαι H., who also mentions the nouns σκίνδαρος, -ριος. -- The word in -αλλ-(ος) seem all Pre-Greek (Beekes FS Kortlandt).
Middle Liddell
σκιμᾱλίζω,
to jeer at, flout, τινά Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σκιμαλίζω: (Ar. Ach. 444, Pax 549, D.L. 7, 17),
{skimālízō}
Grammar: v.
Meaning: nach den Gramm. (Moer., Phryn., H.) = καταδακτυλίζω; nach Sch. Pax a. O. den Mittelfinger emporhalten (sens. obsc.).
Derivative: Daneben σκίμαλλος (PLond. = Aegyptus 6, 194), wahrsch. Bez. eines Fingers.
Etymology: Bildung wie κόβαλος, σκίταλος und andere Komödienwörter (vgl. Björck Alpha impurum 46f., 259f.); sonst unerklärt. — In gleicher od. ähnlicher Bed. σκινθαρίζω (σκανθ- Poll.), σκινδαρεύεσθαι, -ίσαι H., der auch die Nomina σκίνδαρος, -ριος registriert.
Page 2,731
Mantoulidis Etymological
(=περιγελῶ, μουτζώνω, φασκελώνω). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του.