φωνητικός
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
φωνητική, φωνητικόν,
A vocal, τὸ φ. the faculty of speech, Zeno Stoic.1.39, D.L.7.110; τὰ φ. ὄργανα Poll. 2.115, cf. Gal.2.690; φ. δύναμις, [αἴσθησις], Arr.Epict.2.23.2, Theol.Ar.49.
II endowed with speech, ζῷα Corn.ND17, Porph.Abst.3.3.
German (Pape)
[Seite 1322] zum Tönen, Lauten, Reden, Sprechen gehörig, geschickt; Plut. plac. phil. 4, 4; ὄργανα, = Vorigem, Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne le son ou la parole.
Étymologie: φωνέω.
Russian (Dvoretsky)
φωνητικός: звуковой, голосовой Plut., Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
φωνητικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν φωνήν, Διογέν. Λαέρτ. 7. 100, Πλούτ. 2. 898Ε· τὰ φ. ὄργανα Πολυδ. Βϳ, 115, πρβλ. Γαλην. 2. 690. ΙΙ. ὁ πεπροικισμένος μὲ φωνήν, μὲ λόγον, Κορνοῦτ. 17, ἔνθα ἴδε Ossan.
Greek Monolingual
-ή, -ό / φωνητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φωνῶ
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνή ή αυτός που συντελείται με τη φωνή (α. «φωνητική μουσική» — μουσική που εκτελείται χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων
β. «φωνητικὸν μέρος τῆς ψυχῆς», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. (για ανατ. όργανο ή για λειτουργία) αυτός που συνδέεται με την παραγωγή της φωνής
2. το θηλ. ως ουσ. η φωνητική
γλωσσ. κλάδος της γλωσσικής επιστήμης ο οποίος μελετά τους ήχους μιας γλώσσας από φυσική, υλική πλευρά, ως φυσικά, εμπειρικά γεγονότα, δηλαδή εξετάζει την αρθρωτική και ακουστική ποιότητα και τη διαδικασία αντίληψης τών ηχητικών μονάδων μιας γλώσσας
3. φρ. α) «αρθρωτική φωνητική»
γλωσσ. κλάδος της φωνητικής που μελετά τη φυσιολογία τών φθόγγων, τον τρόπο παραγωγής τους από τα φωνητήρια όργανα καθώς και τη φυσιολογία τών οργάνων αυτών
β) «ακουστική φωνητική»
γλωσσ. κλάδος της φωνητικής που μελετά τα ακουστικά χαρακτηριστικά, την ακουστική ποιότητα τών φθόγγων και τα ηχητικά κύματα με τα οποία αυτοί μεταδίδονται
γ) «ακροατική φωνητική»
γλωσσ. κλάδος της φωνητικής ο οποίος εξετάζει τη διεργασία αντιλήψεων τών φθόγγων και τις σχέσεις τους προς τα αντίστοιχα κέντρα του εγκεφάλου
δ) «φωνητική ορθογραφία»
γλωσσ. σύστημα ορθογραφίας που ακολουθεί στενά τους πραγματικούς φθόγγους, δηλαδή κατά το οποίο κάθε γράφημα παριστάνει έναν και μόνο φθόγγο του φωνητικού συστήματος μιας γλώσσας, λ.χ. [nero] για τη λ. νερό, σε αντιδιαστολή προς την ιστορική ορθογραφία, η οποία διατηρεί τη μορφή τών λέξεων εις βάρος της φωνητικής πραγματικότητας, όπως λ.χ. στη λέξη ψώνιο (< όψος + ώνιον), αντί ψόνιο
ε) «φωνητική μεταγραφή»
γλωσσ. η καταγραφή, με τα σύμβολα του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου, της εκφώνησης ενός γλωσσικού στοιχείου, δηλαδή η με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσέγγιση απόδοση της προφοράς, λ.χ. yeros για τη λέξη γέρος
στ) «φωνητική μουσική»
μουσ. μουσική γραμμένη για μία ή περισσότερες φωνές, ανεξάρτητα αν σε αυτές προστίθεται συνοδεία οργάνων
ζ) «φωνητικές χορδές»
ανατ. δύο οριζόντιες μυώδεις πτυχές στο εσωτερικό της λαρυγγικής κοιλότητας, οι οποίες, με τα αντιμέτωπα χείλη τους αφορίζουν ένα άνοιγμα, τη γλωττίδα, και οι οποίες, με τις περιοδικές δονήσεις και συστολο-διαστολές τους, παράγουν τους ήχους της φωνής
η) «φωνητικοί μύες»
ανατ. οι μύες του λάρυγγα που συντελούν στην παραγωγή της φωνής
αρχ.
προικισμένος με φωνή, φωνήεις.
επίρρ...
φωνητικώς / φωνητικῶς, ΝΜ και φωνητικά Ν
νεοελλ.
από φωνητική άποψη
μσν.
με παραγωγή φωνής.