χλευασμός
ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs
English (LSJ)
ὁ,
A = χλευασία, D.18.85, Plb. 18.6.5, Phld.Herc.1457.9(pl.), etc.; μετὰ χλευασμοῦ Plb.8.6.5; ἐπὶ χλευασμῷ Plu.2.277c; as a figure of speech, irony, Anon.Fig.p.213S.
2 mockery, χ. εἶναι τὸ χρῆμα ἡγούμενος Plu.Pomp.36; piece of impertinence, Id.Arat.39.
German (Pape)
[Seite 1358] ὁ, = χλευασία; Dem. 18, 85 αἰσχύνην τῇ πόλει συμβᾶσαν ἢ χλεύασμα ἢ γέλωτα; Folgde, wie Pol. 8, 8,5 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 raillerie;
2 plaisanterie.
Étymologie: χλευάζω.
Russian (Dvoretsky)
χλευασμός: ὁ
1 насмешка, осмеяние Dem., Polyb., Plut.;
2 шутка: χλευασμὸν εἶναι τὸ χρῆμα ἡγούμενος Plut. полагая, что это шутка.
Greek (Liddell-Scott)
χλευασμός: ὁ, ἐμπαιγμὸς μετὰ χλεύης, Δημ. 254. 3, Πολύβ., κλπ.· πὶ ἐχλευασμῷ Πολύβ. 8. 8, 5, κλπ.. - ὡς τρόπος τοῦ λέγειν ἢ σχῆμα ῥητορικόν, εἰρωνεία, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. σ, 724. 2) ἀστεῖα παιδιά, «ἀστεῖον», χ. ἐστί τι Πλουτ. Πομπ. 36, Ἄρατ. 39.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χλευάζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χλευάζω, εμπαιγμός («ταῦτα ὕβριν εἶναι καὶ χλευασμὸν αὐτοῦ», Πλούτ.)
αρχ.
ειρωνεία.
Greek Monotonic
χλευασμός: ὁ,
1. = χλευασία, σε Δημ.
2. αστείο, σε Πλούτ.
Middle Liddell
χλευασμός, οῦ, ὁ,
1. = χλευασία, Dem.
2. a joke, Plut.
English (Woodhouse)
Translations
mockery
Arabic: اِسْتِهْزَاء; Hijazi Arabic: تريقة; Armenian: ծաղր; Azerbaijani: rişxənd; Bulgarian: подигравка, насмешка, присмех; Czech: výsměch, zesměšnění, posměch; Esperanto: mokado; Finnish: iva; Galician: burla, moca, escarnio, chufa; German: Verspottung, Verhöhnung; Greek: χλευασμός, χλεύη, κοροϊδία, γελιοποίηση; Ancient Greek: ἔμπαιγμα, ἐμπαιγμονή, ἐμπαιγμός, ἐνεασμός, ἐπισυρμός, ἐπιτωθασμός, κατάγελως, καταμώκησις, καταπαιγμός, κατάχαρμα, καταχήνη, κερτόμησις, κερτομία, κωμῳδία, λάσθη, μυκτηρισμός, μώκημα, μῶκος, περίσυρμα, σαρκασμός, σκῶψις, χλευασία, χλεύασμα, χλευασμός; Hungarian: csúfolás, gúnyolás; Italian: derisione, scherno; Latin: derisio; Old English: bismer; Old Norse: háð, háðsemi; Persian: استهزا; Plautdietsch: Spott, Spettarie; Portuguese: escárnio, zombaria; Romanian: derâdere, batjocură, bășcălie; Sanskrit: निद्; Spanish: mote, mofa, pitorreo, ludibrio; Tagalog: uyam; Welsh: gwatwar