ἱπποδρομία

From LSJ
Revision as of 10:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱπποδρομία Medium diacritics: ἱπποδρομία Low diacritics: ιπποδρομία Capitals: ΙΠΠΟΔΡΟΜΙΑ
Transliteration A: hippodromía Transliteration B: hippodromia Transliteration C: ippodromia Beta Code: i(ppodromi/a

English (LSJ)

ἡ, horse-race or chariot-race, Pi.P.4.67, I.3.13, X.Smp.1.2, Pl.Ion537a, Arist.Ath.60.1, IG22.784 (iii B.C.), SIG730.30 (Olbia, i B.C.); ἱ. ἄγειν Ar.Pax900; ποιεῖν Th.3.104; ἱ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν, = Lat. ludus Troiae, Plu.Cat.Mi.3.

German (Pape)

[Seite 1259] ἡ, Pferderennen, Wettlauf zu Pferde od. zu Wagen; Pind. P. 4, 67 I. 3, 13; Plat. Ion 537 a; ἄγειν Ar. Pax 899; ποιεῖν Thuc. 3, 104; Xen. Hell. 3, 2, 5. Vgl. Plut. Cat. min. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
course de chevaux ou de chars.
Étymologie: ἱππόδρομος.

Russian (Dvoretsky)

ἱπποδρομία:состязание в беге на конях, конское ристание Pind., Thuc., Arph., Xen., Plat., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἱπποδρομία: ἡ, ἱπποδρομικὸς ἀγὼν ἵππων ἢ ἁρμάτων, Πινδ. Π. 4. 119, Ι. 3. 21, Ἀττ.· ἱπποδρομίαν ἄξετε Ἀριστοφ. Εἰρ. 899· ποιεῖν Θουκ. 3. 104· ἱππ. παιδική, ἣν καλοῦσι Τροίαν (ἣν περιγράφει ὁ Οὐεργίλιος ἐν Αἰν. 5. 545 κἑξ.), Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 3. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἱπποδρομία· ἀγὼν Ἀθήνησι Θησεῖ ἀγόμενος».

English (Slater)

ἱπποδρομία horse race Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας (P. 4.67) ἱπποδρομίᾳ κρατέων (I. 3.13)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἱπποδρομία) ιππόδρομος
ιπποδρομικός αγώνας, αγώνας ταχύτητας ίππων ή αρμάτων, αρματοδρομία («Παναθηναίων τῶν μεγάλων ἱπποδρομία», Ξεν.)
αρχ.
ονομασία παιχνιδιού («ἱπποδρομία παιδική, ἥν καλοῦσι Τροίαν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἱπποδρομία: ἡ, ιπποδρομία ή αρματοδρομία, σε Αριστοφ., Θουκ.

Middle Liddell

ἱπποδρομία, ἡ,
a horse-race or chariot-race, Ar., Thuc.

English (Woodhouse)

horse-racing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)