ἔναγχος

From LSJ
Revision as of 10:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔναγχος Medium diacritics: ἔναγχος Low diacritics: έναγχος Capitals: ΕΝΑΓΧΟΣ
Transliteration A: énanchos Transliteration B: enanchos Transliteration C: enagchos Beta Code: e)/nagxos

English (LSJ)

Adv. just now, lately, Ar.Nu.639, Eup.181.2, Lys.19.50, Pl.Grg. 462c, D.21.36; τὸ ἔναγχος Ar.Ec.823; opp. πάλαι, Isoc.19.43; τὸ ἔναγχος πάθος = the recent misfortune, App.BC1.9: c. gen., ἔ. τοῦ Χρόνου D.H.7.45.

Spanish (DGE)

adv.
1 c. valor temp. recientemente, hace poco, últimamente ἔ. ... παρεκόπην διχοινίκῳ hace poco fui engañado en dos quénices Ar.Nu.639, cf. Ec.823, Eup.193.2, ἔ. ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ Lys.19.50, ἔ. ... κατέλαβέ με ὀρχούμενον X.Smp.2.19, cf. Pl.Smp.172a, Phdr.257c, Grg.462c, Arist.Rh.1375b31, ἔ. μὲν ξένους εἰσπέμψαντες D.11.5, op. πάλαιhace tiempo’ οὐ περὶ τῶν πάλαι τεθνεώτων, ἀλλὰ περὶ τῶν ἔ. τὸν κλῆρον καταλιπόντων Isoc.19.43, cf. Paus.4.21.10, ἔγημ' ἔ. Men.Epit.fr.1, cf. I.AI 6.81, Gal.1.657, Plu.Cam.38, D.C.39.33.2, στρατιώτη τῶν ἔ. ἀπολυθέντων PLond.198.6, cf. PBeatty Panop.2.80 (IV d.C.), τῷ ἔ. γενομ(ένῳ) τοῦ νομ(οῦ) διαλογισμῷ PHeid.398.5, cf. PMerton 18.33 (II d.C.), ἔ. ἐωνημένος ... τὰς ὑπογεγραμμένας (ἀρούρας) POxy.78.12 (II/III d.C.), Eus.PE 1.1.10, Gr.Nyss.Eun.1.22, Hsch.H.Hom.9.12.8
en constr. adnom. τὸ ἔ. πάθος la desgracia reciente App.BC 1.9, ὁ ἔ. ἀγών IAphrodisias 3.91.1.34 (II d.C.), cf. PMich.623.13 (III d.C.), c. rég. de gen. τὰ ... ἔ. τοῦ χρόνου προσκρούματα D.H.7.45, cf. 6.77.
2 c. valor local muy cerca τῷ πελάγει ἔ. προσελθών Aesop.307.

German (Pape)

[Seite 824] jüngst, vor Kurzem (der Zeit nach nahe, ἄγχι) Ar. Nubb. 639; Lys. 19, 50; Plat. Gorg. 462 b u. Folgde; ἔναγχος τοῦ χρόνου D. Hal. 7, 45; Gegensatz πάλαι, Isocr. 19, 43.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à l'heure, il y a un instant ; ἔναγχός ποτε l'autre jour.
Étymologie: ἐν, ἄγχι.

Russian (Dvoretsky)

ἔναγχος: adv. недавно Arph., Lys., Isocr., Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἔναγχος: Ἐπίρρ.: (ἴδε ἀγχω)· ἄρτι, ἀρτίως, πρὸ ὀλίγου, προσφάτως, Ἀριστοφ. Νεφ. 639, Ἐκκλ. 823, Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 5, καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ (τὸ ἀρτίως, νεωστὶ καὶ προσφάτως εἶναι ποητικώτερα), Λυσ. 156. 21, Πλάτ. Γοργ. 462Β κ. ἀλλ., Δημ. 525. 28· τὸ ἔναγχος πάθος, τὸ τελευταῖον δυστύχημα, Ἀππ. Ἐμφύλ. 1. 9· μετὰ γεν., ἔναγχος τοῦ χρόνου Διον. Ἁλ. 7. 45.

Greek Monolingual

ἔναγχος (Α)
επίρρ.
1. πρόσφατα, πριν από λίγο (α. «αὐτοὶ γὰρ ἔναγχος ἠκούετε ἐν τῇ ἐκκλησία», Λυσ.
β. [και με το άρθρο το] «τὸ δ' ἔναγχος οὐχ ἅπαντες ἡμεῖς ὤμνυμεν», Αριστοφ.)
2. φρ. α) «τὸ ἔναγχος πάθος» — η πρόσφατη δυστυχία
β) «ἔναγχος τοῦ χρόνου» — σε πρόσφατο χρόνο, πρόσφατα.

Frisk Etymological English

See also: s. ἄγχι

Middle Liddell

adverbἄγχι
just now, lately, Ar., Plat.

Frisk Etymology German

ἔναγχος: {énagkhos}
Grammar: Adv.
Meaning: neuerdings, jetzt, vor kurzem (att.).
Etymology: Von ἐν und ἄγχι, aber im einzelnen unklar. Zu ἐν- vgl. ἔμπλην, ἔμπαλιν, ἔναντι u. a.; der Ausgang -ος erinnert an πάρος, ist aber nicht befriedigend erklärt. Nicht überzeugend Schwyzer 633: aus *ἀγχος Gen. zu ἄγχι mit verstärkendem ἐν.
Page 1,509

English (Woodhouse)

just, recently, just now, the other day

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)