ἀγχίθυρος
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
ἀγχίθυρον,
A next door, γείτονες Thgn.302, IG14.1389ii 3; ἀ. ναίοισα Theoc.2.71; generally, neighbouring, Men.Prot.p.54 D., al.
2 near the door, of a statue, Epigr.Gr.906 (Gortyn).
Spanish (DGE)
(ἀγχίθῠρος) -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 que está cerca o junto a la puerta ἐσμός Nonn.Par.Eu.Io.18.33, de una estatua ICr.4.325.3 (Gortina V d.C.).
2 que vive al lado, vecino, próximo γείτονες Thgn.302, γείτονες ἀγχίθυροι Ῥώμης Marc.Sid. en IUrb.Rom.1155.62, ἀ. ναίοισα Theoc.2.71, ἀγχίθυροι Δηοῦς καὶ Κούρης δᾳδηφόρου IG 22.4058.8 (I/II d.C.), ἀ. τοῖς ἔθνεσι τούτοις ἡ Σμύρνα Philostr.VS 518
•fig. c. gen. γήραος ἀ. AP 7.726 (Leon.)
•subst. vecino Men.Prot.10.4.1.
3 fig. que está al acecho κακία S.E.M.11.121.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
près de la porte, voisin.
Étymologie: ἄγχι, θύρα.
Greek Monotonic
ἀγχίθῠρος: -ον (θύρα), άνθρωπος της διπλανής πόρτας, σε Θέογν., Θεόκρ.
German (Pape)
(der Tür nahe) benachbart, Theogn. 302; Theocr. 2.71 und Sp.
Russian (Dvoretsky)
ἀγχίθῠρος: живущий у самых дверей, т. е. рядом (ναίουσα Theocr.; γείτονες Anth.).
Middle Liddell
θύρα
next door, Theogn., Theocr.
Translations
neighbouring
Arabic: مُجَاوِر; Bulgarian: съседен, близък; Catalan: veí, limítrof; Czech: sousední; Dutch: naburig, naburige, aanpalend, aanpalende, buur-; Esperanto: najbara; Finnish: naapuri-; French: adjacent, voisin, avoisinant; Galician: veciño, limítrofe; Georgian: მეზობელი, მეზობლური; German: benachbart; Greek: γειτονικός, γειτνιάζων; Ancient Greek: ἀγχήρης, ἀγχιγείτων, ἀγχίγυος, ἀγχίθυρος, ἀγχίπορος, ἀγχιτέρμων, ἀγχόμορος, ἄγχουρος, ἀμφικτύων, ἀστυγείτων, γειτνιακός, γείτνιος, γειτόσυνος, γείτων, ἔποικος, ξύνουρος, ὅμαυλος, ὅμορος, ὅμουρος, ὁμόχωρος, πάροικος, περιηγής, περιοικίς, περίοικος, πλησίος, πλησιόχωρος, πρόσοικος, πρόσχωρος, συγγείτνιος, συγγείτων, σύγκληρος, σύνορος; Hungarian: szomszédos; Icelandic: nágranna-, nærliggjandi; Italian: confinante, contiguo, vicino, finitimo, limitrofo; Latin: vicinalis; Maori: pātata, tūtata; Norwegian Bokmål: tilgrensende, tilstøtende; Nynorsk: tilgrensande; Portuguese: vizinho, limítrofe; Romansch: vischin; Russian: соседний, близлежащий; Spanish: vecino, limítrofe, contiguo; Ukrainian: сусі́дній, прилеглий; Venetian: adiaxente; Volapük: nilädik