κόλπωμα
ᾄδεις ὥσπερ εἰς Δῆλον πλέων → you sing as if you were sailing to Delos
English (LSJ)
-ατος, τό,
A bellying or bulging out, of the centre in a line of battle, Plu.Mar.25.
II garment with ample folds, worn by kings in Tragedy, Poll.4.116, An.Par.1.19.
German (Pape)
[Seite 1476] τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
vêtement ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόλπωμα -ατος, τό [κολπόω] centrum (van de slaglinie).
Russian (Dvoretsky)
κόλπωμα: ατος τό прогиб, излучина: κ. τῶν μέσων Plut. прогнувшаяся середина фронта.
Greek Monolingual
το (AM κόλπωμα) κολπώ
νεοελλ.
1. κόλπος, εσοχή
2. καμπυλότητα, φούσκωμα
3. αναδίπλωση, πτύχωση
4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός του σώματος («κόλπωμα κωναρίου»)
αρχ.
1. κοίλωμα («κόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.)
2. ένδυμα με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες
3. χάσμα, άβυσσος.
Greek Monotonic
κόλπωμα: -ατος, τό, ένδυμα με πτυχώσεις, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κόλπωμα: τό, ἱμάτιον πτυχῶδες, οἷον ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.