παλιντριβής

From LSJ
Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντρῐβής Medium diacritics: παλιντριβής Low diacritics: παλιντριβής Capitals: ΠΑΛΙΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: palintribḗs Transliteration B: palintribēs Transliteration C: palintrivis Beta Code: palintribh/s

English (LSJ)

παλιντριβές,
A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43.
2 knavish, crafty, τὰ… πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.

German (Pape)

[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντρῐβής: много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.

Greek Monolingual

παλιντριβής, -ές (Α)
1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισοτριβής].

Greek Monotonic

πᾰλιντρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που τρίβεται ξανά και ξανά· απ' όπου, πανούργος, δόλιος, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».

Middle Liddell

πᾰλιν-τρῐβής, ές τρίβω
rubbed again and again: hence hardened, knavish, Soph.

English (Woodhouse)

cunning

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)