τηγανίζω

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηγανίζω Medium diacritics: τηγανίζω Low diacritics: τηγανίζω Capitals: ΤΗΓΑΝΙΖΩ
Transliteration A: tēganízō Transliteration B: tēganizō Transliteration C: tiganizo Beta Code: thgani/zw

English (LSJ)

fry in a τήγανον, Posidipp.5 (Pass.), LXX 2 Ma.7.5, Dsc.5.3 (Pass.), J.AJ7.8.1: metaph., dub. in BGU665 ii 3 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 1105] im Tiegel, in der Pfanne schmelzen oder braten, Posidipp. bei Poll. 10, 98.

French (Bailly abrégé)

frire.
Étymologie: τήγανον.

Greek (Liddell-Scott)

τηγᾰνίζω: ὡς καὶ νῦν, Ποσείδιππ. ἐν «Ἀποκλειομένῃ» 3, Ἑβδ. (Β΄ Μακκ. Ζ΄, 5), ποιητ. ἀπαρ. παθ. ἀορ. τηγανισθῆμεν ἐκ διορθώσ. τοῦ Ahrens ἐν Ἐπιχ. 24.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και ταγηνίζω Α τήγανον/ τάγηνον
ψήνω κάτι στο τηγάνι μέσα σε καφτό λάδι, βούτυρο ή λίπος (α. «τηγανίζω αβγά» β. «ἐξ ᾠῶν καὶ τυροῦ τετηγανισμένου», Αριστοφ.)
νεοελλ.
μτφ. βασανίζω, ταλαιπωρώ κάποιον
μσν.-αρχ.
βασανίζω και θανατώνω στην πυρά (α. «ὁ πλούσιος πυρὶ τηγανιζόμενος μετὰ θάνατον», Ευστ.
β. «ἐκέλευσε τῇ πυρᾷ προσάγειν ἔμπνουν καὶ τηγανίζειν», ΠΔ)
αρχ.
μέσ. τηγανίζομαι
μτφ. φλέγομαι, έχω δυνατή επιθυμία για κάτι («ἐτηγανίζετο ἀναβῆναι, ὅπως σὲ παρακαλέσῃ εὐλαβεῖν αὐτήν», πάπ.).