κακόφατις

From LSJ
Revision as of 11:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκόφᾰτις Medium diacritics: κακόφατις Low diacritics: κακόφατις Capitals: ΚΑΚΟΦΑΤΙΣ
Transliteration A: kakóphatis Transliteration B: kakophatis Transliteration C: kakofatis Beta Code: kako/fatis

English (LSJ)

ιδος, ἡ, ill-sounding, ill-omened, βοά A.Pers.936 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1305] ιδος, ἡ, von schlimmer Vorbedeutung, βοά Aesch. Pers. 899.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
de mauvais augure.
Étymologie: κακός, φάτις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακόφατις -ιδος [κακός, φάτις] als adj., onheil voorspellend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκόφᾰτις: ῐδος adj. f пророчащий беду, зловещий (βοά Aesch.).

Greek Monolingual

κακόφατις, ἡ (Α)
αυτή που ηχεί κακώς, που φέρνει κακές ειδήσεις, δυσοίωνη («κακόφατις βοά», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + φάτις «φήμη, διάδοση» < θ. φă- του φημί].

Greek Monotonic

κᾰκόφᾰτις: -ιδος, ἡ, αυτή που ηχεί, ακούγεται άσχημα, δυσοίωνη, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

κακόφᾰτις: -ιδος, ἡ, κακῶς ἠχοῦσα, δυσοίωνος, βοὰ Αἰσχύλ. Πέρσ. 936.

Translations

cacophonous

Catalan: cacofònic; Danish: kakofonisk; Finnish: kakofoninen; French: cacophonique; German: kakophon, kakophonisch; Greek: ἀπηχής, δυσαχής, δυσήκοος, δυσηχής, δύσηχος, δύσθροος, δύσθρους, δυσκέλαδος, δύσφωνος, κακέμφατος, κακοηχής, κακόηχος, κακόφατις, κακόφωνος, παράτονος; Norwegian Bokmål: kakofonisk; Nynorsk: kakofonisk; Russian: какофонический; Spanish: cacofónico; Swedish: kakofonisk