ἱμαντοπέδη

From LSJ
Revision as of 11:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμαντοπέδη Medium diacritics: ἱμαντοπέδη Low diacritics: ιμαντοπέδη Capitals: ΙΜΑΝΤΟΠΕΔΗ
Transliteration A: himantopédē Transliteration B: himantopedē Transliteration C: imantopedi Beta Code: i(mantope/dh

English (LSJ)

ἡ, leather noose, of a polypus' leg, AP9.94 (Isid. Aeg.).

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, Schlinge von Riemen, Isid. ep. 1 (IX, 94).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entrave faite d'une courroie (de cuir).
Étymologie: ἱμάς, πέδη.

Russian (Dvoretsky)

ἱμαντοπέδη: (ῐμ) ἡ ременная петля, крепкие путы Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμαντοπέδη: ἡ ἱμάντινος δεσμός, παγίς· ἐπὶ τῶν πλοκάμων τοῦ πολυποδος, Ἀνθ. Π. 9. 94.

Greek Monolingual

ἱμαντοπέδη, ἡ (Α)
(για τα πλοκάμια του πολύποδα) ιμάντινος δεσμός, σφιχτό δέσιμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + πέδη «δεσμός»].

Greek Monotonic

ἱμαντοπέδη: ἡ, ιμάντινος δεσμός, παγίδα, λέγεται για τα πλοκάμια του χταποδιού, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἱμαντο-πέδη, ἡ,
a leather noose, of a polypus' leg, Anth.