προτανήϊον
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
Aeol., = πρυτανεῖον, Milet.3p.371 (ii B.C.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. πρυτανείο(ν).
Greek Monolingual
το / πρυτανεῖον, ΝΜΑ, και πρυτάνιον και ιων. τ. πρυτανήϊον και αιολ. τ. προτανήϊον και αττ. τ. προτανεῖον και κρητ. τ. βρυτανεῖον Α
(στην αρχαιότητα)
1. δημόσιο οικοδόμημα που βρισκόταν αρχικά στην επονομαζόμενη αγορά του Θησέως, η οποία γειτνίαζε με το τέμενος της Αγλαύρου, και στο οποίο συνέρχονταν οι πρυτάνεις και όπου, ιδίως στην Αθήνα, εκτός από τους πρυτάνεις, σιτίζονταν δημοσία δαπάνη και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί, όπως γραμματείς, κήρυκες, ξένοι πρεσβευτές, που κατά το διάστημα της φιλοξενίας τους θεωρούνταν επίτιμοι προσκεκλημένοι της πόλης, ή, τέλος Αθηναίοι ή και ξένοι πολίτες που είχαν προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη (α. «κατὰ πόλεις ἀσκεῖτο πρυτανεῖά τε ἐχούσας καὶ ἄρχοντας», Θουκ.
β. «ἐν πρυτανείῳ δειπνεῖν», Αριστοφ.)
2. (κατ επέκτ.) συμπόσιο στο οποίο συμμετείχε κανείς χωρίς καμιά χρηματική ή άλλη καταβολή («οὗ γὰρ μὴ τίθενται συμβολαί, πρυτανεῖα ταῦτα πάντα προσαγορεύεται», Τιμοκλ.)
3. στον πληθ. τὰ πρυτανεία
(αττ. δίκ.) χρηματικό ποσό που κατέθετε ο ενάγων κατά τις ιδιωτικές δίκες μαζί με την αναφορά του για τα αιτήματά του πριν από τη δικάσιμο, το οποίο ήταν ίσο με την κατά του αντιδίκου απαίτηση και καταβαλλόταν για να καλύψει τα έξοδα της δίκης ή πιθανά πρόστιμα σε περίπτωση ήττας του κατηγόρου
αρχ.
1. κατώτατο δικαστήριο τών Αθηνών
2. μτφ. κέντρο, ιδίως πνευματικό («τῆς Ἑλλάδος αὐτὸ τὸ πρυτανεῖον τῆς σοφίας», Πλάτ.)
3. φρ. α) «δέχομαι τὰ πρυτανεῖα» — δέχομαι την καταβολή του παραπάνω χρηματικού ποσού, δηλαδή επιτρέπω την εκδίκαση της αγωγής
β) «τίθημι πρυτανεῖά τινι» — καταθέτω χρήματα εναντίον κάποιου, κάνω αγωγή εναντίον του
γ) «πρυτανεῖα ἐκτίνειν» — καταβάλλω το χρηματικό ποσό για την εκδίκαση της αγωγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύτανις. Για τους διάφορους διαλεκτικούς τ. βλ. λ. πρύτανη].