στοίχημα

From LSJ
Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοίχημα Medium diacritics: στοίχημα Low diacritics: στοίχημα Capitals: ΣΤΟΙΧΗΜΑ
Transliteration A: stoíchēma Transliteration B: stoichēma Transliteration C: stoichima Beta Code: stoi/xhma

English (LSJ)

-ατος, τό, deposit, Eust.1312.21.

German (Pape)

[Seite 946] τό, Vertrag, Preis, Belohnung, erst sehr Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στοίχημα: τό, συμφωνία, ὑπόσχεσις, Βυζ.· - παρακαταθήκη, Εὐστ. 1312. 21.

Greek Monolingual

το, ΝΜ στοιχῶ
συμφωνία μεταξύ δύο προσώπων με διαφορετική ή και αντίθετη γνώμη για κάτι, βάσει της οποίας εκείνος του οποίου η γνώμη ή η πρόγνωση αποδεικνύεται σωστή παίρνει από τον άλλο μια αμοιβή, συνήθως ορισμένο χρηματικό ποσό
νεοελλ.
1. συνεκδ. χρηματικό ποσό ή αντικείμενο το οποίο ορίζεται ως αμοιβή της παραπάνω συμφωνίας («τί στοίχημα βάζεις;»)
2. χρηματικό ποσό που ποντάρει κανείς στον ιππόδρομο ή σε άλλο αγώνισμα ή παιχνίδι
3. (νομ.) σύμβαση αντιπαράθεσης ισχυρισμών με τον όρο χρηματικής καταβολής ή άλλης ποινής, στην περίπτωση που οποιοσδήποτε από τους ισχυρισμούς αυτούς αποδειχθεί αναληθής ή ανεφάρμοστος
μσν.
συμφωνία.