πανθυμαδόν

From LSJ
Revision as of 12:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανθῡμᾰδόν Medium diacritics: πανθυμαδόν Low diacritics: πανθυμαδόν Capitals: ΠΑΝΘΥΜΑΔΟΝ
Transliteration A: panthymadón Transliteration B: panthymadon Transliteration C: panthymadon Beta Code: panqumado/n

English (LSJ)

Adv. most heartily, Od.18.33.

German (Pape)

[Seite 460] ganz, sehr erzürnt, mit ganzem Muthe, Od. 18, 33; – einmüthig, Ios.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait en colère, avec fureur.
Étymologie: πᾶν, θυμός, -δον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανθυμαδόν [πᾶς, θυμός] adv., hartgrondig.

Russian (Dvoretsky)

πανθῡμᾰδόν: adv. весьма сердито, крайне злобно (ὀκριᾶσθαι Hom.).

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. μσν. με τη συμφωνία όλων
αρχ.
ολόψυχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + θυμός + επιρρμ. κατάλ. -αδόν, μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. πάνθυμος (πρβλ. ομοθυμαδόν)].

Greek (Liddell-Scott)

πανθῡμᾰδόν: Ἐπίρρ., παντὶ τῷ θυμῷ, «ἄγαν ὀργίλως» (Σχόλ.) Ὀδ. Σ. 33· σχηματιθὲν ὡς τὸ ὁμοθυμαδόν. ΙΙ. πάντες συμφώνως, Ἐκκλ.

Middle Liddell

θυμός
in high wrath, Od.