πολυετής

From LSJ
Revision as of 13:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυετής Medium diacritics: πολυετής Low diacritics: πολυετής Capitals: ΠΟΛΥΕΤΗΣ
Transliteration A: polyetḗs Transliteration B: polyetēs Transliteration C: polyetis Beta Code: polueth/s

English (LSJ)

πολυετές,
A after many years, π. σεσωσμένος E.Or.473; π. μολεῖν Id.Hel.651 (lyr.).
II lasting many years, βίος OGI383.22 (Nemrud Dagh, i B.C.); ζωή, πόλεμοι, Ph.2.364, 1.677; δουλεία Luc.Merc.Cond.17; χρόνος Sor.1.33; full of years, γῆρας LXX Wi.4.16; old, ἐλέφας Hld.10.25; οἶνος Dsc.2.76; keeping for many years, of a remedy, Aët.9.24.

German (Pape)

[Seite 662] ές, vieljährig, bejahrt; Eur. Or. 473 Hel. 657; Luc. Herm. 50; χρόνος, Poll. 1, 58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
(qu'on désire, qu'on attend, qu'on revoit) après de longues années.
Étymologie: πολύς, ἔτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυετής -ές [πολύς, ἔτος] vele jaren durend:. δουλεία slavernij Luc. 36.17. na lange tijd: (als pred. adj. ). ἔμενον ἐκ Τροίας πολυετῆ μολεῖν ik wachtte erop dat hij na vele jaren zou terugkeren uit Troje Eur. Hel. 651; ὡς... ἥκοι... πολυετὴς σεσωμένος dat hij na vele jaren behouden thuis is gekomen Eur. Or. 473.

Russian (Dvoretsky)

πολυετής:
1 проживший много лет, престарелый (π. καὶ μακρόβιος Luc.);
2 отсутствовавший много лет: ὃν ἔμενον πολυετῆ μολεῖν Eur. возвращения которого я прождал(а) столько лет.

Greek (Liddell-Scott)

πολυετής: -ές, ὁ πολλῶν ἐτῶν, ἢ ὁ μετὰ πολλὰ ἔτη, ἔκλυον ὡς ἐς Ναυπλίαν ἥκοι σὺν ἀλόχῳ πολυετής, μετὰ παρέλευσιν πολλῶν ἐτῶν, Εὐρ. Ὀρ. 473, Ἑλλ. 651. ― Κατὰ Πολυδ.: «χρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωποςοἶνος, καὶ ὁμοίως ὀλιγοετὴς» Α. 58.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που διαρκεί πολλά έτη, μακροχρόνιος (α. «πολυετής εκπαίδευση» β. «πολυετεῖς πόλεμοι», Φίλ.)
νεοελλ.
φρ. α) «πολυετές φυτό»
βοτ. φυτό που ζει περισσότερο από δύο χρόνια
β) «ποώδη πολυετή φυτά» — φυτά που επιβιώνουν τον χειμώνα με τη μορφή υπόγειων αποταμιευτικών οργάνων, όπως είναι οι βολβοί
γ) «ξυλώδη πολυετή φυτά» — φυτά τών οποίων το υπέργειο τμήμα έχει ξυλώδη ιστό και διατηρείται και κατά τον χειμώνα
αρχ.
1. (για χρονική περίοδο) αυτός που περιλαμβάνει πολλά χρόνιανεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου», Πολυδ.)
2. αυτός που έχει μεγάλη ηλικία, γέρος, παλαιόςχρόνος δὲ πολυετὴς ἢ ἄνθρωποςοἶνος καὶ ὁμοίως ὀλιγοετής», Πολυδ.)
3. αυτός που συμβαίνει μετά από πολλά χρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. πολυ- + -ετής (< ἔτος), πρβλ. τριετής].

Greek Monotonic

πολυετής: -ές (ἔτος), αυτός που έχει πολλά χρόνια, που είναι γεμάτος από αυτά, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολυ-ετής, ές ἔτος
of many years, full of years, Eur.