ἴτης

From LSJ
Revision as of 13:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴτης Medium diacritics: ἴτης Low diacritics: ίτης Capitals: ΙΤΗΣ
Transliteration A: ítēs Transliteration B: itēs Transliteration C: itis Beta Code: i)/ths

English (LSJ)

ἴτου, ὁ, = ἰταμός, Ar.Nu.445, Pl.Smp. 203d; ἴτας γε ἐφ' ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι Id.Prt.349e, cf. 359c; ἴ. καὶ πολυπράγμων D.C.55.18.

German (Pape)

[Seite 1274] ὁ (εἶμι, vgl. ἰταμός), der dreist, keck auf Etwas losgeht, auch tadelnd, frech, unverschämt, Ar. Nubb. 445, neben θρασύς, τολμηρός, Schol. ἀναιδής. Bei Plat. neben ἀνδρεῖος καὶ σύντονος, Conv. 203 d, vgl. Prot. 349 e; Sp., D. Cass. 55, 18 ἴτης καὶ πολυπράγμων.

French (Bailly abrégé)

ου;
qui marche en avant ; résolu, brave.
Étymologie: εἶμι.

Russian (Dvoretsky)

ἴτης: ου (ῐ) ὁ εἶμι (= ἰταμός)
1 смелый, отважный, решительный (ἀνδρεῖος καὶ ἴ. Plat.);
2 дерзкий, наглый (τολμηρὸς καὶ ἴ. Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, θρασύς, τολμηρός, ῥιψοκίνδυνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 445, Πλάτ. Συμπ. 203D· καὶ ἴτας γε ἐφ’ ἃ οἱ πολλοὶ φοβοῦνται ἰέναι ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 349Ε, πρβλ. 349C.

Greek Monolingual

ἴτης, ὁ (Α)
ιταμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ιταμός].

Greek Monotonic

ἴτης: -ου, ὁ, = ἰταμός, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

ἴτης, ου, = ἰταμός, Ar., Plat.]