ἐξερύω
English (LSJ)
Ion. ἐξειρύω, aor.1 ἐξείρῠσα, Ep. ἐξέρῠσα and ἐξείρυσσα; also ἐξερύσασκον (v. infr.):—draw out of, βέλος.. ἐξέρυσ' ὤμου Il.5.112; ἰχθύας, οὕς θ' ἁλιῆες.. πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν Od.22.386, cf. Hdt.1.141; τοῖο δ' ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν Il. 16.505; snatch out of, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον 23.870; but τὸν.. λαβὼν ποδὸς ἐξερύσασκε by the foot, 10.490; draw out, τοὺς δ' ἐξείρυσσαν Ἀχαιοί 13.194; tear out, μήδεά τ' ἐξερύσας Od.18.87; τὴν γλῶσσαν ἐξειρύσας Hdt.2.38. (Pres. supplied by ἐξέλκω.)
German (Pape)
[Seite 878] ion. ἐξειρύω, Her. 1, 141. 2, 38 (s. ἐρύω), herausziehen, τινός τι, τοῖο δ' ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ' αἰχμήν Il. 16, 505, u. öfter βέλος ὤμου, δόρυ μηροῦ; ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ Od. 22, 386; μήδεα, ganz ausreißen, 18, 87; ἐξείρυσε Il. 23, 870; ἐξείρυσσαν 13, 194; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 1039.
French (Bailly abrégé)
ao. poét. ἐξέρυσα, ion. et épq. ἐξείρυσα, ao. itér. 3ᵉ sg. ἐξερύσασκε;
1 tirer ou retirer de : βέλος ἐξ. ὤμου IL retirer un trait de l'épaule ; ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης OD retirer des poissons de la mer ; ποδός τινα IL tirer qqn par le pied;
2 arracher (la langue, etc.).
Étymologie: ἐξ, ἐρύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερύω: эп.-ион. ἐξειρύω
1 выдергивать, извлекать, вынимать (δόρυ μηροῦ Hom.);
2 вырывать, удалять (μήδεα χαλκῷ Hom.);
3 вылавливать (ἰχθύας δικτύῳ Hom.);
4 вытаскивать (ποδός τινα Hom.);
5 вытягивать, высовывать (γλῶσσαν Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερύω: Ἰων. ἐξειρύω· ἀόρ. ἐξείρῠσα, Ἐπικ. ἐξέρῠσα καὶ ἐξείρυσσα: ― ἐξέλκω, ἐκβάλλω, βέλος... ἐξέρυσ’ ὤμου Ἰλ. Ε. 112, παρβ. Π. 505, κτλ.· ἰχθύας οὕς θ’ ἁλιῆες... πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν Ὀδ. Χ. 386. πρβλ. Ἡρόδ. 1. 141· τοῖο δ’ ἅμα ψυχήν τε καὶ ἔγχεος ἐξέρυσ’ αἰχμὴν Ἰλ. Π. 505: ― ὡσαύτως ἁρπάζω τι ἔκ τινος, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον Ψ. 870: ― ἀλλὰ λαβὼν ποδὸς ἐξερύσασκε, «λαβὼν ἀπὸ τοῦ ποδὸς ἐξεῖλκε» (Θ. Γαζῆς), Κ. 490· ἀπολ., σύρω ἔξω, ἐξέλκω, τοὺς δ’ ἐξείρυσαν Ἀχαιοὶ Ν. 194· μηδέα τ’ ἐξερύσας, «ἐξελκύσας» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 87· τὴν γλῶσσαν ἐξερύσας Ἡρόδ. 2. 38.
English (Autenrieth)
aor. ἐξείρυσε, ἐξέρυσε, 3 pl. ἐξείρυσσαν: draw out or away, Od. 18.86, Od. 22.476 ; βέλος ὤμου, δόρυ μηροῦ, Il. 5.112, 666; but δίφρον ῥῦμοῦ, ‘by the pole,’ Il. 10.505.
Greek Monolingual
ἐξερύω, ιων. τ. ἐξειρύω (Α) ερύω
1. βγάζω έξω («πὰρ δὲ στὰς βέλος ὠκὺ διαμπερὲς ἐξέρυσ' ὤμου», Ομ. Ιλ.)
2. τραβώ έξω
3. αρπάζω κάτι, το αφαιρώ από άλλον («ἐξείρυσε χειρὸς τόξον», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐξερύω: Ιων. -ειρύω· αόρ. αʹ -είρῠσα, Επικ. -έρῠσα και -είρυσσα, Ιων. γʹ ενικ. αόρ. αʹ -ερύσασκε· έλκω, τραβώ έξω από, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.· ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης ἐξέρυσαν, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, αρπάζω κάτι από κάποιον, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον, σε Ομήρ. Ιλ.· ξεσχίζω, ξεκολλώ, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ionic -ειρύω aor1 -είρῠσα epic -έρῠσα and -είρυσσα ionic 3rd sg. aor1 -ερύσασκε
to draw out of, c. gen., Il.; ἰχθύας ἔκτοσθε θαλάσσης ἐξέρυσαν Od.:—also, to snatch out of, ἐξείρυσε χειρὸς τόξον Il.: to tear out, Od.