περικάθημαι
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
English (LSJ)
Ion. περικάτημαι, Ion. 3pl. impf. περιεκατέατο or περικατέατο Hdt.8.111 (also περιεκαθέατο 6.23 codd.):—to be seated all round, τραπέζῃ at table, Id.3.32 codd.: mostly c.acc., invest, besiege a town, τὴν Νίνον Id.1.103, al., cf.LXX Jd.9.31; also περιεκάθητο ἐπὶ Ταβαθών ib.3 Ki.15.27; of ships, blockade, Hdt.9.75: c.acc.pers., sit down by one as a companion, Id.3.14.
German (Pape)
[Seite 578] (s. ἧμαι), ion. περικάτημαι, rings umher sitzen; τινά, um Einen, Her. 3, 14; περιεκατέατο πόλιν, ion. = περιεκάθηντο, eine Stadt umzingelt halten, belagern, 6, 23. 8, 111 u. öfter; auch Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 être assis autour de : τραπέζῃ HDT d'une table ; τινα auprès de qqn;
2 camper autour de, assiéger, acc..
Étymologie: περί, κάθημαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κάθημαι, Ion. περικάτημαι, Ion. imperf. 3 plur. περι(ε)κατέατο, rondom... zitten; belegeren, blokkeren:; περικατημένων Ἀθηναίων Αἴγιναν terwijl de Atheners een blokkade van Aegina instelden Hdt. 9.75; seks.. Men. Peric. 484.
Russian (Dvoretsky)
περικάθημαι: ион. περικάτημαι (κᾰ)
1 сидеть вокруг (π. τραπέζῃ Her.): π. τινα Her. сидеть вокруг кого-л.;
2 окружать, осаждать (πόλιν Her.).
Greek Monolingual
και ιων. τ. περικάτημαι Α κάθημαι
1. κάθομαι ολόγυρα, περικαθέζομαι
2. (σχετικά με πόλη) περικυκλώνω, πολιορκώ
3. πολιορκώ από τη θάλασσα, αποκλείω
4. κάθομαι κοντά σε κάποιον ως σύντροφος ή φίλος.
Greek Monotonic
περικάθημαι: Ιων. -κάτημαι, απαρ. -ῆσθαι, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. περιεκατέατο (κυρίως παρακ. του περικαθέζομαι)· είμαι καθισμένος ή κάθομαι ολόγυρα, σε Ηρόδ.· λέγεται για το στράτευμα, πολιορκώ, περικυκλώνω την πόλη, στον ίδ.· λέγεται για πλοία, παρεμποδίζω, στον ίδ.· με αιτ. προσ., κάθομαι δίπλα σε κάποιον, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
περικάθημαι: Ἰων. -κάτημαι, ἀπαρ. -ῆσθαι· Ἰων. καὶ πληθ. παρατ. περιεκατέατο Ἡρόδ. 8. 111 (κυρίως πρκμ. τοῦ περικαθέζομαι). Κάθημαι ὁλόγυρα, τραπέζῃ περικατημένων, καθημένων περὶ τὴν τράπεζαν, ὁ αὐτ. 3. 32· ἀλλὰ τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., π. πόλιν, πολιορκεῖν πόλιν, ὁ αὐτ. 1. 103., 5. 126., 6. 23, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ πλοίων, ἀποκλείω ὁ αὐτ. 9. 75· μετ’ αἰτ. προσ., κάθημαι πλησίον τινὸς ὡς σύντροφος αὐτοῦ ἢ φίλος, τῶν περικαθημένων αὐτὸν ὁ αὐτ. 3. 14.
Middle Liddell
ionic -κάτημαι inf. ῆσθαι ionic 3pl. imperf. περιεκατέατο properly perf. of περικαθέζομαι
to be seated or to sit all round, Hdt.: of an army, to beleaguer, invest a town, Hdt.; of ships, to blockade, Hdt.: c. acc. pers. to sit down by one, Hdt.