κάνναβις
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
ἡ, gen. -ιος Hdt.4.74, εως Sor.2.46, Gal.6.549; acc. κάνναβιν Moschio ap.Ath.5.206f, κανναβίδα (sic codd.) Hdt.l.c., Paus.6.26.6:—cannabis, hemp, Cannabis sativa, S.Fr.243, Hdt.l.c., Dsc.3.148, etc. (but κάνναβις ἀγρία = hemp-mallow, palm-leaf marshmallow, hemp-leaved hollyhock, Althaea cannabina, ib.149): in plural, κανναβίδες = hemp-seed, Ephipp.13.6; burnt and used to medicate vapour baths, Hdt.4.75:—hence κανναβισθῆναι = take a vapour bath, Hsch. (Cf. OE. hænep 'hemp', Skt. śahás 'a kind of hemp', etc.; borrowed perhaps fr. Ugro-Finnish, cf. Čeremissian keṅe, kiṅe 'hemp' and Syrianian pïš 'hemp'.)
German (Pape)
[Seite 1321] auch κάναβις, Phot. lex., ιος, Sp. εως, auch ιδος, s. nachher, ἡ (κάννα), Hanf, Her. 4, 74 u. Sp.; auch das daraus bereitete Werg; ein hanfenes Kleid, in dieser Bdtg bei Her. im accus. καννάβιδα od. κανναβίδα, wie Paus. 6, 26, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 chanvre, plante;
2 vêtement en toile de chanvre.
Étymologie: κάννα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάνναβις -εως [κάννα] Ion. gen. -ιος, acc. -ίδα, hennep (plant).
Russian (Dvoretsky)
κάννᾰβις: εως, ион. ιος ἡ
1 пенька Her.;
2 пеньковая пакля Her.;
3 (acc. καννάβιδα) пеньковая одежда Her.
Greek Monolingual
και κάνναβη και κάναβις, κάνναβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, -εως)
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας κανναβινίδες, καναβινίδες με ένα μόνο είδος
2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάνναβη/κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής μάλλον ή θρακικής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείεται και μεσοποταμιακή καταγωγή της (πρβλ. σουμερ. kunibu «κάνναβις»). Το λατ. cannabis είναι δάνειο από την Ελληνική].
Greek Monotonic
κάννᾰβις: ἡ, γεν. -ιος, αιτ. κάνναβιν ή καννάβιδα· κάνναβη, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ο καπνός από την καύση της χρησιμοποιούνταν στα ατμόλουτρα, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κάννᾰβις: ἡ · γεν. ιος Ἡρόδ. 4. 74, εως Γαλην., Πολυδ. Ζ΄, 72· αἰτ. κάνναβιν Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 206F· ὡσαύτως καννάβιδα (οὐχὶ -βίδα) Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Παυσ. 6. 26, 6: - «καννάβι», Σοφ. Ἀποσπ. 231, Ἡρόδ., ἐν τῷ πληθ., σπόροι καννάβεως, Ἔφιππ. ἐν «Κύδωνι» 2 (ἔνθα φέρεται: κανναβίδες)· οἱ Σκῦθαι καίοντες σπέρμα καννάβεως ἐκαπνίζοντο πρὸς ἐξίδρωσιν, καὶ τοῦτο ἐχρησίμευεν εἰς αὐτοὺς ὡς λουτρόν, διότι οὐδέποτε ἐλούοντο δι’ ὕδατος, Ἡρόδ. 4. 75· ἐντεῦθεν, κανναβισθῆναι, «πρὸς τὴν κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι» Ἡσύχ. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ←anam, Λατ. cannabis· Λιθ. kannapes· Ἀγγλο-Σαξον. hoenep· Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. hanf, κτλ.).
Frisk Etymological English
-ιος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: hemp, Cannabis sativa (Hdt., S., Dsc., Gal.).
Other forms: Also κάνναβος (Poll. 10, 176).
Derivatives: καννάβιον id. (Ps.-Dsc., Gp.), κανναβίς, -ίδος f. dress of hemp, pl. hemp seeds, which are burnt and used at a steam-bath (Hdt., Ephipp. Com.); from there κανναβισθῆναι πρὸς την κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι H.; κανναβίσκα n. pl. hemp-shoes (Herod. 7, 58); καννάβινος from hemp, hemp-like (AP ); κανναβάριος member of a professional organisation = stupparius (Ephesos, Gloss.; Wahrmann Glotta 22, 42f.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: Loan of unknown eastern origin, perhaps Scythian or Thracian (Hdt. 4, 74f.); cf. alo Sumer. kunibu hemp. From κάνναβις Lat. cannabis; the word reached the Germans (OE. hoenep, OHG hanaf etc.) before Grimm's law. Cf. Vasmer s. konopljá (1, 615); s. also W.-Hofmann s. cannabis, Pisani Sprache 1, 138. - Fur. 343 connects κόμβος, on insufficient grounds
Middle Liddell
κάννᾰβις, ιος
hemp, Hdt., etc.;—it was burnt, so as to medicate vapour-baths, Hdt.
Frisk Etymology German
κάνναβις: -ιος, -εως
{kánnabis}
Grammar: f.
Meaning: Hanf, Cannabis sativa (Hdt., S., Dsk., Gal. u. a.).
Derivative: Davon καννάβιον ib. (Ps.-Dsk., Gp.), κανναβίς, -ίδος f. hanfenes Kleid, pl. Hanfsamen, die gebrannt und beim Dampfbad benutzt wurden (Hdt., Ephipp. Kom. u. a.); davon κανναβισθῆναι· πρὸς τὴν κάνναβιν ἐξιδρῶσαι καὶ πυριασθῆναι H.; κανναβίσκα n. pl. Hanfschuhe (Herod. 7, 58); καννάβινος aus Hanf, hanfähnlich (AP u. a.); κανναβάριος Mitglied eines Berufsvereins = stupparius (Ephesos, Gloss.; Wahrmann Glotta 22, 42f.). — Auch κάνναβος (Poll. 10, 176).
Etymology: LW aus einer nicht näher bekannten östlichen Quelle, vielleicht skythisch oder thrakisch (Hdt. 4, 74f.); vgl. indessen auch sumer. kunibu Hanf. Aus κάνναβις lat. cannabis; zu den Germanen (ags. hoenep, ahd. hanaf usw.) ist das Wort, unbekannt woher, vor der Lautverschiebung gekommen. Weitere Einzelheiten m. Lit. bei Vasmer s. konopljá (1, 615); s. auch W.-Hofmann s. cannabis, Pisani Sprache 1, 138.
Page 1,779
Mantoulidis Etymological
ἡ (=στουπί). Ξενική ἡ προέλευσή του.
Translations
als: hanf; ang: hænep; ar: قنب هندي; arz: ماريجوانا; azb: چتنه; az: kənaf; bar: hanf; bat_smg: kanapis; ba: тарма; be: каноплі; bg: коноп; bn: গাঁজা; bs: konoplja; ca: cànnabis; ckb: شەدانە; cs: konopí; cv: кантӑр; cy: canabis; da: hamp; de: Hanf; diq: kındır; el: κάνναβη; en: cannabis; eo: kanabo; es: cannabis; et: kanep; eu: cannabis; fa: شاهدانه; fi: hamput; frr: henep; fr: cannabis; ga: cannabas; gd: canaib; gl: cánabo; he: קנאביס; hi: कैनबिस; hr: konoplja; hsb: konop; hu: kender; hy: կանեփ; ia: cannabis; id: cannabis; ilo: cannabis; inh: кiомал; io: kanabo; is: kannabis; it: cannabis; ja: アサ; jv: ganjé; ka: კანაფი; kk: сора; koi: пыш; ko: 삼속; kv: пыш; ky: кара куурай; la: cannabis; lez: канаб; lij: cànavu; lt: kanapė; lv: kaņepes; mk: коноп; mn: олс; mrj: кӹне; myv: мушко; my: ဆေးခြောက်; new: क्यानाबिस; nl: cannabis; oc: cannabis; os: гæн; pl: konopie; pt: cannabis; qu: kañamu; ro: cannabis; ru: конопля; sco: cannabis; sh: konoplja; simple: cannabis; si: කංසා ගණය; sk: konopa; sl: kanabis; sq: konopi; sr: конопља; stq: hoamp; sw: mbangi; ta: கஞ்சா; th: สกุลกัญชา; tl: cannabis; tr: kenevir; tt: киндер; uk: коноплі; ur: قنب; uz: nasha; vec: cannabis; vi: chi gai dầu; war: cannabis; wuu: 大麻属; xmf: კიფი; zh_min_nan: toā-moâ; zh_yue: 大麻屬; zh: 大麻属