κατάπλοος

From LSJ
Revision as of 05:20, 19 September 2023 by Spiros (talk | contribs)

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάπλοος Medium diacritics: κατάπλοος Low diacritics: κατάπλοος Capitals: ΚΑΤΑΠΛΟΟΣ
Transliteration A: katáploos Transliteration B: kataploos Transliteration C: kataploos Beta Code: kata/ploos

English (LSJ)

contr. κατάπλους, ὁ,
A sailing down, bearing down, Th.4.10; sailing to land, putting ashore, ib.26; ὁ Σικελικὸς κατάπλους the arrival of the corn-fleet from Sicily, D.56.9.
2 sailing down stream, esp. sailing down the Nile, ὁ κατ' ἐνιαυτὸν εἰς Ἀλεξάνδρειαν κατάπλους = the annual descent of the Nile to Alexandria OGI90.17 (Rosetta, ii B. C.), cf. PTeb.27.103 (ii B. C.).
II sailing back, return, ὁ οἴκαδε κατάπλους X.HG1.4.11; παρῆν τις ἐκ κατάπλου one who had just returned, Plb.15.23.3.

German (Pape)

[Seite 1371] zsgz. -πλους, ὁ, das Herabfahren zu Schiffe, das ans Land Fahren, die Landung; Thuc. 4, 26; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν, sogleich nach der Landung, Pol. 3, 40, 3, öfter; τοῦ οἴκαδε κατάπλου, Rückfahrt, Xen. Hell. 1, 4, 11. – Auch = der Landungsplatz, Sp.

French (Bailly abrégé)

όου (ὁ) :
1 trajet en venant de la haute mer ; débarquement;
2 retour par mer.
Étymologie: καταπλέω.

Russian (Dvoretsky)

κατάπλοος: стяж. κατάπλους
1 прибытие кораблей, высадка: τοῖς (Λακεδαιμονίοις) ἀφειδὴς ὁ κ. καθεστήκει Thuc. лакедемоняне производили высадку не щадя кораблей; ὁ Σικελικὸς κ. Dem. прибытие кораблей из Сицилии; ἐκ κατάπλου πολιορκεῖν τὴν πόλιν Polyb. тотчас же после высадки начать осаду города;
2 обратное плавание, возвращение (οἴκαδε Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάπλοος: συνῃρημ. -πλους, ὁ, τὸ πλέειν πρὸς τὴν ξηράν, προσορμίζεσθαι, Θουκ. 4. 10, 26· ὁ Σικελικὸς κ., ἡ ἄφιξις τῶν σιτοφόρων πλοίων ἐκ τῆς Σικελίας, Δημ. 1285. 21· ἐκ κατάπλου, ἀμέσως μετὰ τὴν προσόρμησιν, ὡς τὸ ἐξ ἐφόδου περὶ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ, ἐκ κ. πολιορκεῖν τὴν πόλιν Πολύβ. 15. 23, 3. ΙΙ. ὁ κατὰ τὴν ἐπάνοδον πλοῦς, ἐπιστροφή, ὁ οἴκαδε κ. Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 11· ἔτι ὁ τόπος, ὅπου καταπλέει τις, μεταγεν.

Greek Monotonic

κατάπλοος: συνηρ. κατάπλους, (καταπλέω),
I. πλεύση προς την ξηρά, προσόρμιση, σε Θουκ.
II. πλεύση προς τα πίσω, επάνοδος, σε Ξεν.

Middle Liddell

καταπλέω
I. a sailing down to land, a putting ashore, putting in, Thuc.
II. a sailing back, return, Xen.