βουλυτός
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
(sc. καιρός), ὁ, time for unyoking oxen (early afternoon), Hld.2.19, cf. Eust.1614.44, but evening, Ael.NA13.1, cf. Philostr.Her.19.20), Ar.Av.1500, A.R.3.1342, Luc.Cat.1, etc.; ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο IG14.2012.15 (Sulp. Max.): —Hom. only in Adv. βουλυτόνδε, Il.16.779, Od.9.58.
Spanish (DGE)
(βουλῡτός) -οῦ, ὁ
• Morfología: [ép. gen. -οῖο Sulp.Max.15]
la hora de desuncir los bueyes e.e. el atardecer β. ἢ περαιτέρω; Ar.Au.1500, cf. A.R.3.1342, Luc.Cat.1, Philostr.Im.2.24.2, Her.78.7, Ael.NA 13.1, Fr.98, Arr.Ind.41.6, Hist.inc.5, An.2.3.3, Hld.2.19.6, Q.S.7.621, ὑπό τ' ἀστέρα βουλυτοῖο del lucero de la tarde, Sulp.Max.l.c.
German (Pape)
[Seite 458] ὁ, die Tageszeit des Ochsenausspannens, der Abend, Ar. Av. 1500; Ap. Rh. 3, 1342; Luc. Catapl. 1. – Hom. nur βουλυτόνδε, gegen Abend, zweimal, Iliad. 16, 779 Odyss. 9, 58 ἦμος δ' ἠέλιος μετενίσσετο βουλυτόνδε, Gegensatz zu ὄφρα μὲν ἠέλιος μέσον οὐρανὸν ἀμφιβεβήκει und zu ὄφρα μὲν ἠὼς ἦν καὶ ἀέξετο ἱερὸν ἦμαρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
s.e. καιρός;
heure où l'on dételle les bœufs, soir.
Étymologie: βοῦς, λύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βουλυτός -οῦ, ὁ βοῦς, λυτός steeds als subst. de tijd van het uitspannen van de ossen (tijdsaanduiding voor het einde van de dag); adv., ep. βουλυτόνδε tegen de tijd van het uitspannen van de ossen.
Russian (Dvoretsky)
βουλῡτός: ὁ (sc. καιρός) время распряжки волов, т. е. сумерки, вечер Arph., Luc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: litt. "unyoking the oxen", evening (Π 779 = ι 58, in βουλυτόν δε).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βοῦς and λύ-ω (λυ- unexplained) with το-Suffixes (Chantr. Form. 303).
Greek Monolingual
βουλυτός, ο (Α)
1. η ώρα που απολύουν, που ξεζέβουν τα βόδια, η ώρα που σταματάει το όργωμα
2. (ως επίρρ.) βουλυτόνδε
κατά το δειλινό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βουλῡτός (ενν. καιρός) (Αριστοφ., μτγν. Ελληνική) αποτελεί σύνθετο τ. < βους + λύω, μέσω ενός επιθήματος -το- πρβλ. αμαξ-ι-τός, ακμό-θε-τον κ.λπ. (για τη μακρότητα του -ῡ- αντι -ῦ- του βουλῡτός πρβλ. λατ. solūtus). To επίρρ. βουλυτόνδε αποτελεί ομηρική λ.].
Greek Monotonic
βουλῡτός: ὁ (λύω), καιρός της απόζευξης των βοδιών της αποδέσμευσής τους από τον ζυγό, το απόγευμα, σε Αριστοφ.· στον Όμηρ. μόνο ως επίρρ. βουλῡτόνδε, προς το απόγευμα, κατά το δειλινό, κατά το σούρουπο.
Greek (Liddell-Scott)
βουλῡτός: (ἐνν. καιρός), ὁ, ὁ καιρὸς τῆς ἀποζεύξεως τῶν βοῶν, ἑσπέρα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1500, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1342· ὑπὸ… ἀστέρα βουλυτοῖο Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 618. 15· -παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς ἐπίρρ. βουλῡτόνδε, πρὸς ἑσπέραν, Ἰλ. Π. 779, Ὀδ. Ι. 58.
Middle Liddell
[λύω]
the time for unyoking oxen, evening, Ar.
Frisk Etymology German
βουλυτός: {boulūtós}
Grammar: m.
Meaning: eig. "Rinderausspannen", Abend (Π 779 = ι 58 im Ausdruck βουλυτόν δε, Ar., A. R. usw.).
Derivative: Davon βουλύσιος (Arat.).
Etymology: Zusammenbildung von βοῦς od. λύω (λυ- wie z. B. in lat. so-lū-tus) mittels des το-Suffixes wie in ἁμαξι-τός, ἀκμόθετον usw. (Chantraine Formation 303). Versuch, βουλυτός in eine semantische Reihe einzuordnen, bei Porzig Satzinhalte 343. — Cic. Att. 15, 27, 3 verwendet dafür in derselben Bedeutung die modernere Bildungsweise βούλυσις (wie ἔκλυσις usw.).
Page 1,259-260