συναράσσω

From LSJ
Revision as of 13:05, 21 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "attic" to "Attic")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνᾰράσσω Medium diacritics: συναράσσω Low diacritics: συναράσσω Capitals: ΣΥΝΑΡΑΣΣΩ
Transliteration A: synarássō Transliteration B: synarassō Transliteration C: synarasso Beta Code: sunara/ssw

English (LSJ)

Att. συναράττω,
A dash together, dash in pieces, crush, Hom. only in tmesi, σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς Od.9.498; σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις Il.12.384; σ. οἶκον E.HF1142; σ. τινὰ λίθοις, ὀδοῦσι, D.H.8.59, Luc.VH1.30; σ. τοὺς ἵππους D.H.5.15:—Pass., to be dashed in pieces, σύν τ' ὀστέ' ἀράχθη Od.5.426; συναραχθέντων τῶν πλοίων, by the storm, Hdt.7.170; συναράσσονται κεφαλάς have their heads broken, Id.2.63; -ομένων ὀδόντων Pancrat.Oxy.1085.19; νῆσοι σ. ἀλλήλαις Luc.VH1.41.
2 intr., dash together, of winds, Arist.Mu.397a20: of enemies, σφίσιν αὐτοῖς D.C.73.15.
II beat or hammer together, make fast, A.R.2.614, 3.1318; συνάρηρε is v.l., v. EM237.58.

German (Pape)

[Seite 1003] att. -ττω, zusammen- od. gegeneinanderschlagen, zerschmettern; als Tmesis rechnet man hierher σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις, Il. 12, 384 u. öfter, wie σύν κεν ἄραξ' ἡμέων κεφαλάς, Od. 9, 498, ἦ γὰρ συνήραξ' οἶκον, Eur. Herc. Fur. 1142, vgl. Heracl. 379; pass., Her. 7, 170, συναράσσεσθαι κεφαλάς 2, 63; – zusammenfügen, An. Rh. 2, 616.

French (Bailly abrégé)

pf. Pass. part. συνηραγμένος;
heurter l'un contre l'autre ; briser, détruire : τι qch (une maison, une ville, etc.) ; τινα ὀδοῦσι LUC déchirer qqn avec les dents.
Étymologie: σύν, ἀράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-ᾰράσσω, Att. συναράττω, ook in tmesis, in elkaar beuken, stukslaan, verbrijzelen:; σ. οἶκον het huis totaal vernielen Eur. HF 1142; pass. met acc. resp.. κεφαλάς … συναράσσονται hun hoofden werden stukgeslagen Hdt. 2.63.3.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰράσσω: атт. συνᾰράττω
1 сталкивать друг с другом (συναράσσεσθαι ἀλλήλοις Luc.);
2 расшибать, разбивать, раздроблять друг о друга (κεφαλάς Hom. - in tmesi): συναράξαι τοῖς ὀδοῦσιν Luc. раздробить зубами, разгрызть; συναραχθέντων τῶν πλοίων Her. так как суда были разбиты;
3 сокрушать, разрушать (πόλιν Eur.);
4 сталкиваться друг с другом (συναράττοντες ἄνεμοι Arst.).

Greek Monolingual

και αττ. τ. συναράττω Α
1. συγκρούω, συντρίβω
2. σφυρηλατώ, συνάπτω στέρεα («χάλκεον ἱστοβοῆα θοὴ συνάρασσε κορώνη», Απολλ. Ρόδ.)
3. (αμτβ.) (για ανέμους) συγκρούομαι («συναραττόντων ἀνέμων παντοίων», Αριστοτ.)
4. φρ. α) «συναράσσω τινὰ λίθοις» — λιθοβολώ κάποιον
β) «συναράσσω ὀδοῦσι» — συνθλίβω με τα δόντια
γ) «συναράσσω πόλεμον» — διεξάγω πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀράσσω «χτυπώ, συγκρούω, συντρίβω»].

Greek Monotonic

συνᾰράσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, χτυπώ μαζί, συγκρούω, συντρίβω, κόβω σε κομμάτια, κατατεμαχίζω, θρυμματίζω, διασκορπίζω, σε Όμηρ.· συναράσσω οἶκον, πόλιν, σε Ευρ. — Παθ., διασκορπίζομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· συναράσσεσθαι κεφαλάς, συγκρούστηκαν τα κεφάλια τους, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰράσσω: Ἀττικ. -ττω· ὁμοῦ κτυπῶ, συγκρούω, συντρίβω, παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἐν τμήσει, σύν κεν ἄραξ’ ἡμέων κεφαλὰς Ὀδ. Ι. 498· σὺν δ’ ὀστέ’ ἄραξεν πάντ’ ἄμυδις Ἰλ. Μ. 384· σ. οἶκον, πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1142, Ἡρακλ. 378· σ. τινὰ λίθοις, ὁδοῦσι Διον. Ἁλ. 8. 59, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 30· σ. τοὺς ἵππους Διον. Ἁλ. 5. 15· ― Παθητ., συντρίβομαι, σὺν τ’ ὀστέ’ ἀράχθη Ὀδ. Ε. 426· συναραχθέντων τῶν πλοίων, ἐκ τῆς τρικυμίας, Ἡρόδ. 7. 170· συναράσσεσθαι κεφαλὰς ὁ αὐτ. 2. 63· νῆσοι σ. ἀλλήλαις Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 4, 1. 2) ἀμετάβ., συγκρούομαι, Λατ. cobidi, ἐπὶ ἀνέμων, Ἀριστ. π. Κόσμ. 5. 10· ἐπὶ πολεμίων, Δίων Κ. 73. 15. ΙΙ. σφυρηλατῶ ὁμοῦ, συνάπτω στερεῶς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 614, Γ. 1318· ἀλλὰ συνάρηρε εἶναι ἡ πιθαν. γραφή, ἴδε Ὀδ. Ε. 248, Ἐτυμολ. Μέγ. 237. 58.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. ξω
to dash together, dash in pieces, shiver, shatter, Hom.; ς. οἶκον, πόλιν Eur.: —Pass. to be shattered, Od., Hdt.; συναράσσεσθαι κεφαλάς to have their heads dashed together, Hdt.