επικάρσιος
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Greek Monolingual
ἐπικάρσιος, -α, -ον και -ος, ον (Α)
1. εγκάρσιος, πλάγιος, που σχηματίζει γωνία, ιδίως ορθή
2. (για ιστιοφόρο σε θύελλα) πλαγιασμένος, που έχει κλίση προς τη μία πλευρά ή που έχει την πλώρη μέσα στη θάλασσα και την πρύμνη ανασηκωμένη
3. (για ύφασμα) αυτός που έχει ραβδώσεις, ο ραβδωτός
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐπικάρσια
πλάγια μέρη που σχηματίζουν γωνία με άλλα που λαμβάνονται ως όρθια («τριήρεας τοῦ μὲν Πόντου έπικαρσίας, τοῦ δέ Ἑλλησπόντου κατά ῥόον», Ηρόδ.)
5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) έπικάρσια
πλάγια, λοξά («ἐπικάρσια δὴ προσπεσοῦμαι», Κωμ. Αδέσπ.).
επίρρ...
ἐπικαρσίως (Α)
εγκαρσίως, πλαγίως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κάρσιος (πρβλ. Ησύχ. «κάρσιον
πλάγιον») < επίθετο επίκαρτος, με συριστικοποίηση του -τ- και μετασχηματισμό κατά τα ονόμ. σε -ιος (πρβλ. αμβρόσιος < άμβροτος). Η λ. ἐπικάρσιος συνδέεται επίσης με τα ρ. κείρω, επικείρω «κόβω», όπως επίσης και με λιθ. skeřsas «πλάγιος λοξός», αρχ. πρωσ. kirscha «από πάνω», ρωσ. čerez «μέσω», που ανήκουν στη λεξιλογική ομάδα της ΙΕ ρίζας (s)qert- «κόβω», ενώ είναι λανθασμένη η σύνδεση με τη φράση επί καρσί (πληθ. του επὶ κὰρ «πάνω στο κεφάλι»). Τέλος, ο τ. εγ-κάρσιος —με διαφορετικό πρόθημα— εμφανίζει το ίδιο δεύτερο συνθετικό με το επίθετο επικάρσιος, με το οποίο άλλωστε συνδέεται σημασιολογικά].