ἐπιμήνιος

From LSJ
Revision as of 22:11, 5 October 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μελετᾶν οὖν χρὴ τὰ ποιοῦντα τὴν εὐδαιμονίαν, εἴπερ παρούσης μὲν αὐτῆς πάντα ἔχομεν, ἀπούσης δὲ πάντα πράττομεν εἰς τὸ ταύτην ἔχειν → one must practice the things which produce happiness, since if that is present we have everything and if it is absent we do everything in order to have it | so we must exercise ourselves in the things which bring happiness, since, if that be present, we have everything, and, if that be absent, all our actions are directed toward attaining it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμήνιος Medium diacritics: ἐπιμήνιος Low diacritics: επιμήνιος Capitals: ΕΠΙΜΗΝΙΟΣ
Transliteration A: epimḗnios Transliteration B: epimēnios Transliteration C: epiminios Beta Code: e)pimh/nios

English (LSJ)

ἐπιμήνιον,
A monthly, χρεῶν ἐπιμηνίων τόκοι Hondius Novae Inscriptiones Atticae 91; holding office for a month, πολέμαρχος, προμνήμων, at Chios, SIG402.1, 443.1,2 (iii B.C.); ἐπιμήνιοι, οἱ, monthly officers, ib.58.5 (Milet., v B.C.), OGI229.30(Smyrna, iii B.C.): sg., IG12(2).645b38 (Nesos); ἐ. τῶν ταμιῶν SIG426.27 (Bargylia, iii B.C.).
2. priests who offered the ἐπιμήνια, Hsch.; ἐπιμηνίους.. οἵτινες ἐχθυσεῦνται τὰ ἱερὰ μετὰ τοῦ ἱερέως SIG1106.63 (Cos), cf. 1044.24 (Halic.), Test.Epict.2.33.
II. ἐπιμήνια, τά,
1. (sc. ἱερά) monthly offerings, Hdt.8.41, Inscr. ap. Ath. 6.234e.
2. provisions, monthly ration, POxy.531.17 (ii A.D.), etc.; also ἐπιμήνια ὀψώνια PLond.2.190.16 (iii A.D.); ὁ ἐπιμήνιος σῖτος Plu.Flam.5; ὁ λόγος ὁ ἐπιμήνιος the monthly account, SIG578.54 (Teos, ii B.C.).
b. simply, provisions, for a ship, Plb.31.12.13, Sor.1.19.
3. monthly courses of women, Hp.Nat.Mul.13, Sor.1.19 (sg.); ἐπιμήνιον (sc. αἷμα), τό, Dsc.2.79; κάθαρσις ἐπιμηνίων Aret.SA1.9.

German (Pape)

[Seite 962] auf den Monat, monatlich, σῖτος Plut. Flam. 5. Gew. τὰ ἐπιμήνια, – 1) monatliche Opfer, ἐπιτελέειν Her. 4, 41; θύειν Ath. VI, 234 e; οἱ ἐπιμήνιοι, die ein solches Opfer darbringen, Marm. Ox. p. 7, wenn nicht οἱ ἐπιμήνιοι τῆς βουλῆς die monatlich den Vorsitz Führenden sind. – 2) Lebensmittel auf einen Monat, u. übh. Proviant, der monatlich vorausgegeben zu werden pflegte, Pol. 31, 20, 13. 22, 12, nach B. A. 254 τὰ ἐφόδια. – 3) die monatliche Reinigung der Weiber, Arist. H. A. 10, 7; Medic.; auch ἐπιμήνιον αἷμα γυναικῶν, Diosc.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mensuel ; τὰ ἐπιμήνια = sacrifices mensuels.
Étymologie: ἐπί, μήν².

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμήνιος: ежемесячный, месячный (σῖτος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμήνιος: -ον, (μὴν) μηνιαῖος, ἐπιμήνιοι, οἱ, μηνιαῖοι ἄρχοντες, οἷοι οἱ πρυτάνεις ἐν Ἀθήναις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448. ΙΙ. 35, 3137. 30 (Προσθ.), 3641b. 5, πρβλ. Ἑρμάννου Πολ. Ἀρχ. 127. 54. 2) ἐπιμήνιοι, ἱερεῖς, ἱεροποιοί, οἱ τὰ ἐπιμήνια προσφέροντες, Ἡσύχ., Ἐπιγρ. Κῶ 36 b, 25 κἑξ.· ἐν τῷ ἑνικ., ἐπιγρ. παρὰ Hicks 138 § 11, 24. ΙΙ. ἐπιμήνια, τά, 1) (ἐξυπ. ἱερὰ) μηνιαῖαι προσφοραὶ ἢ θυσίαι, ὡς τὰ ἔμμηνα, Ἡρόδ. 8. 41, παρ’ Ἀθην. 234Ε. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐκαλεῖτο δὲ καὶ θυσία τις ἐπιμήνια, ἡ κατὰ μῆνα τῇ νουμηνίᾳ συντελουμένη». 2) ἐπιτήδεια, ζωοτροφίαι δι’ ἕνα μῆνα, Λατ. menstruum, Πολύβ. 31. 20, 13, κτλ., Ἰουβενάλ. 7. 120· ὡσαύτως, ὁ ἐπ. σῖτος Πλουτ. Φλαμιν. 5· ὁ λόγος ὁ ἐπ., ὁ κατὰ μῆνα λογαριασμός, Συλλ. Ἐπιγρ. 3059. 19. 3) ἡ μηνιαία περίοδος τῶν γυναικῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱ. 10. 7, 11 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, ἐπιμήνιον (ἐξυπ. αἷμα), τό, Διοσκ. 2. 97· ἡ ἐπιμηνίων κάθαρσις Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 9.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἐπιμήνιος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει περιοδικά, κάθε μήνα
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια
η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που κατέχει ένα αξίωμα για έναν μήνα
2. (για ζωοτροφές) αυτός που φθάνει για έναν μήνα
3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἐπιμήνιοι
α) άρχοντες με μηνιαία θητεία
β) ιερείς που τελούν τα επιμήνια
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά ἐπιμήνια
α) θυσίες που γίνονται κάθε μήνα, μηνιαίες προσφορές
β) προμήθειες για έναν μήνα
γ) προμήθειες
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμήνιον
μηνιαία πληρωμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μήνιος (< μήν «μήνας»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. εμμήνιος, τετραμήνιος)].

Greek Monotonic

ἐπιμήνιος: -ον (μήν), μηνιαίος· ως ουσ., ἐπιμήνια, τά, (εννοείται ἱερά), μηνιαίες προσφορές ή θυσίες, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπι-μήνιος, ον [μήν]
monthly: as substantive, ἐπιμήνια, τά, (sub. ἱερά), monthly offerings, Hdt.