λιθοξόος
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ, (< ξέω)
1stonemason or marble mason, Luc. Somn. 9, Max.Tyr. 38.7, 39.5, f.l. in Timo 25.
2sculptor, Plu. 2.74d, IG 3.1372, AP 5.14 (Rufin.).
German (Pape)
[Seite 45] Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ξέω.
Russian (Dvoretsky)
λῐθοξόος: ὁ каменотес Luc., Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
λῐθοξόος: ὁ, (ξέω) ἐργάτης λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, ἔνθα ἴδε Hemst.
Greek Monolingual
ο (AM λιθοξόος)
ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα
αρχ.
γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραοξόος, λαοξόος.
Greek Monotonic
λῐθοξόος: ὁ (ξέω), κτίστης, κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.
Middle Liddell
λῐθο-ξόος, ὁ, [ξέω]
a stone or marble-mason, Anth., Luc.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό λίθος + ξέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
stonecutter
Bulgarian: каменоделец; French: tailleur de pierre, tailleuse de pierre; Ancient Greek: λιθοξόος, λατόμος; Hindi: पत्थरिया, संगतराश; Italian: tagliapietre, lapidario, scalpellino; Latin: lapicida, quadrator; Macedonian: каменоделец, каменорезец; Norman: pitcheux d'pièrre, tailleur d'pièrre; Persian: سنگتراش; Romanian: pietrar; Serbo-Croatian Cyrillic: кле̏са̄р, каменоклесар, каменорезац, камѐна̄р; Roman: klȅsār, kamenoklesar, kamenorézac, kamènār; Turkish: taşçı