ἐπίγονος
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἐπίγονον,
A born besides, of superfetation, Hp.Vict.1.31.
II. as substantive, ἐπίγονοι, οἱ, offspring, posterity, A.Th.903 (lyr.); breed, of bees, prob. in X.Oec.7.34.
2. οἱ Ἐπίγονοι the Afterborn, sons of the chiefs who fell in the first war against Thebes, title of Cyclic Epic ascribed to Homer, Hdt.4.32, cf. Pi.P.8.42, D.S.4.66,etc.
b. of the Heraclids, Hecat.30J.
c. descendants of the successors to Alexander's dominions, περὶ Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν διαδόχων καὶ ἐ., title of work by Nymphis, Suid. s.v. Νύμφις, cf. D.S.1.3, D.H.1.6, Str.15.3.24; τῷ Ἐπιγόνου κούρῳ, of Antigonus Gonatas, BMus.Inscr. 797.8 (Cnidus).
d. corps of barbarian youths in Alexander's army, Arr.An.7.6.1.
e. in Egypt, belonging to the ἐπιγονή ΙΙ, PSI 6.588.7 (iii B.C.), UPZ14.70 (ii B.C.).
3. after-born, i.e. born after or besides the presumptive heir, Pl.Lg.740c, 929d.
b. issue of second marriage, Poll.3.25.
German (Pape)
[Seite 933] dazu, danach geboren, gew. als subst. der später, aus der zweiten Ehe geborene, wie Plat. Legg. V, 740 c erkl. wird εἰ δὲ καὶ ἐκ διαφόρων μητέρων εἶεν, ἐπίγονος ἂν ὁ δεύτερος τῷ προτέρῳ ὀνομάζοιτο. Uebh. οἱ ἐπίγονοι, die Nachkommen, bes., wie Aesch. Spt. 885 Pind. P. 8, 44, die Söhne der im ersten thebanischen Kriege vor Theben gefallenen Helden; vgl. Her. 4, 32. Auch die Söhne und Nachkommen der Diadochen Alexanders des Großen, D. Sic. 1, 3 u. A. – Von Tieren, die Brut der Bienen, Xen. Oec. 7, 34. – Das neutr. hat Hippocr., der Nachwuchs.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
né après ; οἱ Ἐπίγονοι les Épigones, les descendants des sept chefs tués devant Thèbes ; οἱ ἐπίγονοι couvain d'abeilles.
Étymologie: ἐπιγίγνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίγονος: ὁ родившийся после, потомок (ἐπίγονοι θήλεις ἤ ἄρρενες Plat.; διάδοχοι ἢ ἐπίγονοι Diod.); οἱ ἐπίγονοι с.-х. Xen. пчелиная детва.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίγονος: ὁ, ὁ ἐπιγενόμενος, ὁ μετά τινα λαβὼν ὕπαρξιν, ἐπὶ διδύμων ἐμβρύων, τὸ μετὰ τὸ πρῶτον συλληφθέν ἐν τῇ μήτρᾳ, ἐπίγονα δὲ τῷδε τῷ τρόπῳ γίνεται Ἱππ. π. Διαίτ. τὸ Α, 349. 11. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἐπίγονοι, οἱ, ἀπόγονοι, μεταγενέστεροι, Αἰσχύλ. Θήβ. 903· ἐπὶ μελισσῶν, Ξεν. Οἰκ. 7. 34. 2) οἱ Ἐπίγονοι, οἱ υἱοὶ τῶν ἐπτὰ ἀρχηγῶν οἵτινες ἔπεσον κατὰ τὸν πρῶτον πόλεμον ἐναντίον τῶν Θηβῶν, Πινδ. Π. 8. 60, ἴδε Ἡρόδ. 4. 32. Βεντλεΰου Ἐπιστ. πρὸς Mill σ. 62 κἑξ. β) οἱ Ἡρακλεῖδαι, Ἐκαταῖος 253. γ) οἱ διάδοχοι τοῦ Μεγ. Ἀλεξάνδρου, Διόδ. 1. 3. καί αὐτόθι Wess.· τῷ ‘πιγόνου κούρῳ Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 781. 8. 3) ὁ μετὰ τὸν νόμιμον κληρονόμον γεννηθείς, Πλάτ. Νόμ. 740C, 929C· πρβλ. παράζυξ.
Greek Monolingual
-ο (AM ἐπίγονος, -ον)
απόγονος, διάδοχος, κληρονόμος («μενεῖ κτέανά τ' ἐπιγόνοις», Αισχ.)
αρχ.
1. αυτός που γεννήθηκε μετά από άλλο (ειδ. για διδύμους)
2. αυτός που γεννήθηκε μετά τον επίδοξο κληρονόμο («ἐὰν δέ τισιν... πλείους ἐπίγονοι γίγνωνται», Πλάτ.)
3. σώμα νεαρών βαρβάρων στον στρατό του Μεγάλου Αλεξάνδρου
4. αυτός που γεννήθηκε από δεύτερο γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γόνος (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. -γεν-].
Greek Monotonic
ἐπίγονος: -ον (ἐπιγίγνομαι),
I. επιγενόμενος, αυτός που γεννιέται στη συνέχεια, μετά από κάποιον άλλο· ως ουσ., ἐπίγονοι, οἱ, οι απόγονοι, οι μεταγενέστεροι, σε Αισχύλ.· γένος μελισσών, σε Ξεν.
II. 1. οἱ Ἐπίγονοι, οι Επίγονοι, γιοι των αρχηγών που έπεσαν στον πρώτο πόλεμο εναντίον των Θηβών, σε Ηρόδ.
2. οι Διάδοχοι των κτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Middle Liddell
ἐπίγονος, ον ἐπιγίγνομαι
I. born besides:—as substantive, ἐπίγονοι, οἱ, offspring, posterity, Aesch.: a breed [of bees], Xen.
II. οἱ Ἐπίγονοι the afterborn, sons of the chiefs who fell in the first war against Thebes, Hdt.
2. the Successors to Alexander's dominions.