παραπέτομαι
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
poet. παρπέταμαι Call. Epigr.33.6: aor. 2 παρεπτόμην or -επτάμην (v. infr.); also παρέπτην, 3pl.
A παρέπτησαν Id.Iamb.Fr.9.327 P.:—fly alongside, κορώνη… ἤδη πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Arist.HA563b12; τὰς π. μυίας Id.Pol. 1323a29.
2 fly past, of specks before the eyes, Gal.1.363.
3 escape, AP6.19 (Jul.).
4 fly to, ἡμῖν ἑρπετὸν παρέπτατο Semon. 13, cf. Philostr.VA1.7; fly to one's succour, οὐ γὰρ ἂν παρέπτετο Ar. Th.1014: metaph., παραπτῆναι, of a λόγος, Philostr.Her.19.14.
German (Pape)
[Seite 493] (s. πέτομαι), daneben-, vorüberfliegen, übertr., ἁ δ' εὐήρετμος ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα, Soph. O. C. 721; παρέπτατο, herbeifliegen, Ar. Thesm. 1014; ἢν παραπτῇ, Mel. 41 (XII, 70); u. in Prosa, παραπετομένη, Arist. H. A. 6, 6.
French (Bailly abrégé)
1 voler auprès ou le long de;
2 voler au delà de ; échapper à.
Étymologie: παρά, πέτομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-πέτομαι (erbij) vliegen, langsvliegen, vliegen langs:. παραπετόμενα πλάτα de vliegensvlugge roeiriem Soph. OC 717; οὐ γὰρ ἂν παρέπτατο want dan was hij niet te hulp gevlogen Aristoph. Th. 1014.
Russian (Dvoretsky)
παραπέτομαι: (fut. παραπτήσομαι, aor. 2 παρεπτόμην; part. aor. 1 med. παραπτάμενος)
1 лететь мимо, пролетать (ἡ παραπετομένη μυῖα Arst.): δῶρον παραπτάμενον Anth. мимолетный дар (о красоте);
2 перелетать, прилетать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
παραπέτομαι: ποιητ. παρπέταμαι Καλλ. Ἐπιγράμμ. 32: ἀόρ. β΄ παρεπτόμην ἢ -επτάμην· ἀποθ. Πέτομαι παρά τι, κορώνη .. πετομένων [τῶν νεοττῶν] σιτίζει παραπετομένη Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 6. 6· τὰς π. μυίας ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 1, 4, 2) παρέρχομαί τι πετόμενος, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1014· ἐκφεύγω τινά, Ἀνθ. Π. 6. 19. 3) πέτομαι πρός τινα, τινι Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 12. - Περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ο. Κ. 715, ἴδε παράπτω.
Greek Monolingual
ποιητ. τ. παρπέταμαι, Α
1. πετώ κάτι κοντά ή πλαγίως σε κάτι
2. διέρχομαι πετώντας
3. διαφεύγω, ξεφεύγω
4. πετώ προς το μέρος κάποιου
5. τρέχω πετώντας για να βοηθήσω κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πέτομαι «πετώ»].
Greek Monotonic
παραπέτομαι: μέλ. -πτήσομαι, αόρ. βʹ παρ-επτόμην ή -επτάμην· αποθ.·
1. πετώ κατά μήκος, σε Αριστ.
2. δραπετεύω, διαφεύγω, σε Ανθ.
Middle Liddell
fut. -πτήσομαι aor2 παρ-επτόμην or -επτάμην
1. Dep.:— to fly alongside, Arist.
2. to fly past, to escape, Anth.