φθινοπωρινός

From LSJ
Revision as of 22:07, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθῐνοπωρῐνός Medium diacritics: φθινοπωρινός Low diacritics: φθινοπωρινός Capitals: ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΣ
Transliteration A: phthinopōrinós Transliteration B: phthinopōrinos Transliteration C: fthinoporinos Beta Code: fqinopwrino/s

English (LSJ)

φθινοπωρινή, φθινοπωρινόν, autumnal, Hp.Aph.2.25, Plu.2.735b, Gal.6.443; ἰσημερία ἡ φ. Arist.HA543b9, PHib.1.27.170 (iii B. C., without ἡ), Plb.4.37.2.

German (Pape)

[Seite 1271] aus dem Herbste, vom Herbste, herbstlich; Arist. H. A. 5, 11; φθινοπωρινὴ ἰσημερία Pol. 4, 37, 2.

Russian (Dvoretsky)

φθῐνοπωρῐνός: осенний (ἰσημερία Arst., Polyb.; ὄμβροι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φθῐνοπωρῐνός: -ή, -όν, ὁ εἰς τὸ φθινόπωρον ἀνήκων, κατὰ τὸ φθινόπωρον γινόμενος, Ἱππ. Ἀφορ. 1245, Ἀριστ. Ἀποσπ. 232· ἰσημερία ἡ φθ. ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 12, 3, Πολύβ. 4. 37, 2.

English (Strong)

from derivative of phthino (to wane; akin to the base of φθείρω) and ὀπώρα (meaning late autumn); autumnal (as stripped of leaves): whose fruit withereth.

English (Thayer)

φθινοπωρινη, φθινοπωρινον, (φθινόπωρον, late autumn; from φθίνω to wane, waste away, and ὀπώρα autumn), autumnal (Polybius 4,37, 2; Aristotle, h. a. 5,11; (Strabo), Plutarch): δένδρα φθινοπωρινά autumn trees, i. e. trees such as they are at the close of autumn, dry, leafless and without fruit, hence, ἄκαρπα is added; used of unfruitful, worthless men, Lightfoot A Fresh Revision etc., p. 134 f).

Greek Monolingual

-ή, -ό / φθινοπωρινός, -ή, -όν, ΝΑ φθινόπωρον
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φθινόπωρο
2. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κατά την παραπάνω εποχή (α. «φθινοπωρινά φρούτα» β. «ἰσημερία ἡ φθινοπωρινή», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που χρησιμοποιείται το φθινόπωρο («φθινοπωρινά ρούχα»)
2. αυτός που προκαλείται από το φθινόπωρο («φθινοπωρινή κατάθλιψη»)
3. φρ. «φθινοπωρινό σημείο»
αστρον. το ένα από τα δύο σημεία τομής του ισημερινού επιπέδου και του επιπέδου της εκλειπτικής που αντιστοιχεί στη μετάβαση του Ηλίου κατά τη διάρκεια της φαινομένης κίνησής του, από το βόρειο στο νότιο ημισφαίριο του ουρανού.

Chinese

原文音譯:fqinopwrinÒj 弗汀-哦普-哦里挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:衰微-(晚上)-時間
字義溯源:秋天的,深秋;由(φθινοπωρινός)X*=減少)與(ὀπώρα)=季節將盡)組成,而 (ὀπώρα)又由(ὀψέ)=日暮)與(ὥρα)*=時辰)組成,其中 (ὀψέ)出自(ὀπίσω / τοὐπισω)=到後面), (ὀπίσω / τοὐπισω)出自(ὄπισθεν)=後頭),而 (ὄπισθεν)出自(ὀπτάνομαι)*=注視)
出現次數:總共(1);猶(1)
譯字彙編
1) 秋天(1) 猶1:12

French (New Testament)

ή, όν
de la fin de l'automne
φθινόπωρον

Translations

autumnal

Arabic: خَرِيفِيّ‎; Gulf Arabic: خريفي‎; Moroccan Arabic: خريفي‎; Armenian: աշնանային; Belarusian: восеньскі, асенні; Bulgarian: есенен; Catalan: autumnal, tardorenc; Czech: podzimní; Esperanto: aŭtuna; Finnish: syksyinen, syksyn; French: automnal; Old French: autumnal; Galician: outonal; Georgian: შემოდგომის, საშემოდგომო, შემოდგომური; German: Herbst-, herbstlich; Greek: φθινοπωρινός, φθινοπωριάτικος; Ancient Greek: ὀπωρινός; Hebrew: סתווי‎; Hungarian: őszies; Icelandic: haust-, haustlegur; Ido: autunala; Irish: fómharach; Italian: autunnale; Kalmyk: намрин; Latin: autumnalis; Latvian: rudens; Maltese: ħarifi; Persian: پاییزی‎; Polish: jesienny; Portuguese: outonal; Romanian: tomnatic, de toamnă; Russian: осенний; Serbo-Croatian Cyrillic: јесенски; Roman: jesenski; Spanish: otoñal, autumnal; Swedish: höstlig, höst-, höstlik; Ugaritic: 𐎃𐎗𐎔𐎐𐎚; Ukrainian: осі́нній; Welsh: hydrefol; Zazaki: payıze