ὁρμαθός
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
English (LSJ)
ὁ, (ὅρμος)
A string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of beads or the links of a chain, Pl.Ion533e; of bats, Od.24.8; νεοττιῶν Arist.HA559a8; κριβανωτῶν, ἰσχάδων, Ar.Pl.765, Lys.647; μελῶν Id.Ra.914; ἁμαξῶν X.Cyr.6.3.2; ἐνθουσιαζόντων, χορευτῶν, Pl.Ion533e, 536a; γραμματιδίων Thphr. Char.6.8; perhaps of a chain of reasoning, Polystr.p.9 W., cf. Phld.Rh.1.186 S., Gal.4.698; ἐρώτων Anacreont.13.11.
II ὁ. ψάμμου a revolving sand-eddy, Arist.de An.419b24.
German (Pape)
[Seite 380] ὁ (ὅρμος), Reihe, Kette, mehrere zusammenhangende Dinge; Od. 24, 8, von einer Schaar an einander hangender Fledermäuse (die Schreibung ὀρμαθός widerlegt Spohn de extr. Odyss. parte p. 162); ἰσχάδων, Ar. Lys. 647, wie κριβανωτῶν, Plut. 765; auch μελῶν, Ran. 912; vgl. Plat. Ion 533 e, ὥςτ' ἐνίοτε ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται; – ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι, eine lange Reihe bilden, Xen. Cyr. 6, 3, 2; Sp., Ἐρώτων, Anacr. 13, 11. – Hesych. erkl. auch φωλεός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
file, rangée, série de choses attachées ensemble.
Étymologie: ὁρμός.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμᾰθός: ὁ
1 рой, куча (sc. νυκτερίδων Hom.);
2 вереница, ряд (χορευτῶν Plat.): ὁρμαθοὺς ἁμαξῶν ποιεῖσθαι Xen. выстроить повозки рядами;
3 цепь, цепочка (σιδηρίων καὶ δακτυλίων Plat.): ὁ. ἰσχάδων Arph. ожерелье из сушеных фиг; ὁ. μελῶν Arph. ряд (последовательных) песен.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμᾰθός: ὁ, (ὅρμος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ἀρμαθιά», Πλάτ. Ἴων 533Ε, οὕτως ἐπὶ νυκτερίδων, Ὀδ. Ω. 8, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 6· οὕτως, ὁρμ. κριβανωτῶν, ἰσχάδων Ἀριστοφ. Πλ. 765, Λυσ. 647· μελῶν ὁ αὐτ. ἐν Βατρ. 914· ἁμαξῶν Ξεν. Κύρ. 6. 3, 2· ἐνθουσιαζόντων Πλάτ. Ἴων 536Α· γραμματιδίων Θεοφρ. Χαρακτ. 6· κακῶν Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.
English (Autenrieth)
(ὅρμος): chain, cluster of bats hanging together, Od. 24.8†.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὁρμαθός)
1. σύνολο από ομοειδή αντικείμενα περασμένα σε νήμα, σύρμα ή σπάγγο, αρμαθιά (α. «ορμαθός κλειδιών» β. «ὁρμαθὸς μακρὸς σιδηρίων καὶ δακτυλίων ἐξ ἀλλήλων ἤρτηται», Πλάτ.)
2. σωρός, πλήθος (α. «ορμαθός επιχειρημάτων» β. «ὁρμαθὸς χορευτῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὅρμος (Ι) + επίθημα -αθος (πρβλ. κάλαθος, κύαθος)].
Greek Monotonic
ὁρμᾰθός: ὁ (ὅρμος), σειρά, αλυσίδα ή άθροισμα πραγμάτων που κρέμονται το ένα από το άλλο, όπως λέγεται και για νυχτερίδες, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, ὁρμαθὸς κριβανιτῶν, ἰσχάδων, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ὁρμᾰθός, οῦ, ὁ, ὅρμος
a string, chain, or cluster of things hanging one from the other, as of bats, Od.; so, ὁρμ. κριβανιτῶν, ἰσχάδων Ar.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἁρμαθιά). Ἀπό τό ὅρμος (=περιδέραιο) πού παράγεται ἀπό τό εἴρω (=ἑνώνω, ἁρμαθιάζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.