αἰσχυντηλός

From LSJ
Revision as of 07:52, 30 November 2023 by Spiros (talk | contribs)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰσχυντηλός Medium diacritics: αἰσχυντηλός Low diacritics: αισχυντηλός Capitals: ΑΙΣΧΥΝΤΗΛΟΣ
Transliteration A: aischyntēlós Transliteration B: aischyntēlos Transliteration C: aischyntilos Beta Code: ai)sxunthlo/s

English (LSJ)

αἰσχυντηλή, αἰσχυντηλόν,
A bashful, shy, modest, Pl.Chrm. 160e, Arist.EN1128b20; τὸ αἰσχυντηλόν = modesty, Pl.Chrm.158c. Adv. αἰσχυντηλῶς = bashfully, modestly, shamefully Id.Lg.665e.
II of things, shameful, Arist.Rh.1384b18.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1tímido, vergonzoso αἰσχυντηλοτέρω μᾶλλον τοῦ δέοντος Pl.Grg.487b, cf. Chrm.160e, Arist.EN 1128b20, αἰσχυντηλότεροι τοὺς τρόπους Aristid.Or.29.26
τὸ αἰσχυντηλόν = timidez, modestia Pl.Chrm.158c.
2 vergonzoso, indecoroso τὰ ῥηθέντα Arist.Rh.1384b18.
II adv. αἰσχυντηλῶς = tímidamente Pl.Lg.665e.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 pudique, modeste;
2 qui cause de la honte.
Étymologie: αἰσχύνω.

German (Pape)

verschämt, bescheiden, = αἰδήμων, Arist. Eth. Nic. 4.9; τὸ αἰσχ., die Schamhaftigkeit, Plat. Charm. 158c; – worüber man sich schämen muß, Arist. rhet. 2.6.27.
• Adv., ἀηδῶς καὶ αἰσχ. ᾄδειν Plat. Legg. II.665e.

Russian (Dvoretsky)

αἰσχυντηλός: стыдливый, застенчивый, скромный Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχυντηλός: -ή, -όν, αἰδήμων, κόσμιος, Πλάτ. Χαρμ. 160Ε, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 9, 3· τὸ αἰσχ., ἡ αἰδημοσύνη, Πλάτ. Χαρμ. 158C. - Ἐπίρρ. -λῶς, ὁ αὐτ. Νόμ. 665Ε. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, προξενῶν αἰσχύνην, αἰσχύνης ἄξιος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 6, 21.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰσχυντηλός, -ή, -όν)
ντροπαλός, συνεσταλμένος
αρχ.
1. (για πράγματα) αυτός που προκαλεί την ντροπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αἰσχυντηλόν
η αιδημοσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρημ. επίθ. αἰσχυντὸς < ρ. αἰσχύνω. ΠΑΡ αρχ. αἰσχυντηλία.

Greek Monotonic

αἰσχυντηλός: -ή, -όν (αἰσχύνομαι), κόσμιος, αιδήμων, μετριόφρων, σεμνός, σε Πλάτ.