-ιστής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Greek Monolingual
(ΑΜ -ιστής)
παρεκτεταμένος τ. της κατάλ. -της, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη-της, πολιτεύομαι > πολιτευ-της) από το θ. σε –ισ του αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε -ίζω), πρβλ. ῥαίω «σπάζω», απρμφ. αορ. ῥαῖσαι > -ρα-ϊσ-της «αυτός που καταστρέφει» ως β' συνθετικό λέξεων όπως θυμο-ραϊστής «αυτός που καταστρέφει τη ζωή», λυκο-ραϊστής «αυτός που καταστρέφει τους λύκους», κομ-ίζω, αόρ. ἐ-κόμ-ισ-α > κομ-ισ-της. Στη Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική η κατάλ. χρησιμοποιήθηκε αναλογικά στην παραγωγή μεταρρηματικών παρ. και άλλων ρ. εκτός από εκείνα με θ. αορ. σε -ισ- (πρβλ. τραγουδ-ιστής < τραγούδ-ησ-α κατά το σχήμα υπερ-ασπ-ισ-της < υπερ-άσπ-ισ-α). Χρησιμοποιήθηκε επίσης αναλογικά και στην παραγωγή μετονοματικών παραγώγων (πρβλ. ποδο-σφαιρ-ιστής < ποδό-σφαιρ-ο) ονομάτων κυρίως που συνδέονται στενά με αντίστοιχα σε -ισμός και δηλώνουν τον οπαδό ενός θρησκευτικού, φιλοσοφικού ή πολιτικού συστήματος ή ενός επιστημονικού, ιδεολογικού ή αισθητικού ρεύματος, καθώς και τον χαρακτήρα ή τον τρόπο συμπεριφοράς ενός ατόμου. Στη συντριπτική τους πλειονότητα τα ονόματα αυτά είναι, όπως και τα αντίστοιχά τους σε -ισμός, αντιδάνεια και μεταφορές ή αποδόσεις ξένων όρων που εμφανίζουν την κατάλ. -ist(e) (< λατ. -ista < αρχ. ελλ. -ιστής), πρβλ. ινδου-ισμός: ινδου-ιστής, υπαρξ-ισμός: υπαρξ-ιστής, εθνικ-ισμός: εθνικιστής, δαρβιν-ισμός: δαρβιν-ιστής, κυβ-ισμός: κυβ-ιστής, εγω-ισμός: εγω-ιστής, φαταλ-ισμός: φαταλ-ιστής. Βλ. και -ισμός.