κατεικάζω

From LSJ
Revision as of 13:21, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεικάζω Medium diacritics: κατεικάζω Low diacritics: κατεικάζω Capitals: ΚΑΤΕΙΚΑΖΩ
Transliteration A: kateikázō Transliteration B: kateikazō Transliteration C: kateikazo Beta Code: kateika/zw

English (LSJ)

A liken to, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345:—Pass., to be like or become like, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC338.
II guess, surmise, Hdt.6.112; ἐν ὑπονοίῃ κ. Hp.Ep.17; suspect, Hdt.9.109.

German (Pape)

[Seite 1394] vermuten (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.

French (Bailly abrégé)

1 conjecturer, soupçonner;
2 conformer ; Pass. être devenu conforme : τινι à qch.
Étymologie: κατά, εἰκάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-εικάζω act. concluderen (door vergelijkenderwijs te redeneren). pass. gelijken op:. τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε (tweetal), dat in hun aard gelijkt op de gewoonten in Egypte Soph. OC 338.

Russian (Dvoretsky)

κατεικάζω:
1 предполагать, угадывать, подозревать (ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Her.);
2 уподоблять: τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Soph. (Этеокл и Полиник), уподобившиеся природе египетских обычаев, т. е. усвоившие египетские нравы.

Greek (Liddell-Scott)

κατεικάζω: ἐξομοιώνω, νομίζω τι ὅμοιον πρός τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35·- Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. σχηματίζω εἰκασίας, συμπεραίνω (ἐναντίον τινός), ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112· ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2· κυρίως, ὑποπτεύω κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.

Greek Monolingual

κατεικάζω (Α)
1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι», Εύπ.)
2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)
3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰκάζω «εξεικονίζω, παρομοιάζω»].

Greek Monotonic

κατεικάζω: μέλ. -σω, ομοιάζω — Παθ., αόρ. αʹ κατ-εικάσθην,
I. είμαι ή γίνομαι όμοιος, σε Σοφ.
II. σχηματίζω εικασίες, συμπεραίνω, σε Ηρόδ.· υποπτεύομαι κάτι κακό, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. σω
I. to liken:—Pass., aor1 κατ-εικάσθην, to be or become like, Soph.
II. to guess, surmise, Hdt.: to suspect evil, Hdt.

Translations

suspect

Ancient Greek: ἐξυπονοέω, ἐξυπονοῶ, καθυπονοέω, καθυπονοῶ, καθυποπτεύω, κατεικάζω, οἴομαι, ὀΐομαι, συνυποπτεύω, ὑπολαμβάνω, ὑπονοέω, ὑπονοῶ, ὑποπτεύω, ὑποτοπέω, ὑποτοπῶ, ὑφοράομαι, ὑφοράω, ὑφορῶ, ὑφορῶμαι; Belarusian: падазраваць, западозрыць; Bulgarian: подозирам, подозра; Catalan: sospitar; Chinese Mandarin: 懷疑/怀疑, 嫌疑; Danish: mistro; Dutch: wantrouwen, twijfelen aan, betwijfelen; Esperanto: suspekti; Finnish: epäillä; French: soupçonner; Galician: sospeitar; German: misstrauen; Greek: υποπτεύομαι; Hungarian: kételkedik, kétell, kételyei vannak … felől, kétségei vannak … felől; Irish: amhras a bheith agat ar; Javanese: cubriya, nyubriyani; Kabuverdianu: diskunfia, deskonfiá; Latin: suspicio; Macedonian: се сомнева; Portuguese: suspeitar; Russian: подозревать, заподозрить; Spanish: sospechar; Swedish: misstänka, vara tveksam till; Ukrainian: підозрювати, запідозрити; Yiddish: ⁧חושד זײַן⁩