μυθικός
Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art
English (LSJ)
μυθική, μυθικόν, mythic, mythical, legendary, μ. τις ὕμνος Pl.Phdr.265c; οἱ μυθικοὶ χρόνοι D.H.1.2; τὰ μυθικά = books of legends, title of treatise by Neanthes, Ath.13.572e. Adv. μυθικῶς = according to the story Arist.Metaph.1000a18, 1074b4, Cael.284a23; opp. ἀληθῶς, Phld. Rh.2.53S.: Comp. μυθικωτέρως or μυθικώτερον, Sch.Lyc.18, Tz.H.2.823.
German (Pape)
[Seite 214] zur Sage, Fabelgeschichte, Mythologie gehörig; ὑμνος, Plat. Phaedr. 265 c; Sp.; τὰ Μυθικά, Titel von Büchern über Sagengeschichte, Ath. XIII, 572 u. A. – Adv. μυθικωτέρως, Schol. Lycophr. 18.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les mythes, mythique.
Étymologie: μῦθος.
Russian (Dvoretsky)
μῡθικός: мифический, баснословный, сказочный (ὕμνος Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡθικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς μῦθον, μυθώδης, μ. τις ὕμνος Πλάτ. Φαῖδρ. 265C· οἱ μ. χρόνοι Διον. Ἁλ. 1. 2· τὰ μυθικά, βιβλία μύθων Ἀθήν. 572Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 4, 14., 11. 8, 20, π. Οὐρ. 2. 1, 4· συγκρ. -ωτέρως ἢ -ώτερον, Σχόλ. Λυκόφρ., Τζέτζ. ὑπέρθ. -ωτάτως, Θεόδ. Στουδ.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (ΑΜ μυθικός, μυθική, μυθικόν) μύθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μύθο, μυθώδης («μυθικόν τινα ὕμνον», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει στην εποχή τών μύθων και της μυθολογίας, αυτός που προηγείται χρονικά της τεκμηριωμένης ιστορίας («μυθικός βασιλιάς»)
2. αυτός που είναι πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («μυθικές διηγήσεις»)
3. φρ. «μυθικοί χρόνοι» — η περίοδος της προϊστορίας κατά την οποία τα γεγονότα συμφύρονται με τους μύθους
4. αυτός που είναι θαυμαστός, αυτός που υπερέχει σε μέγεθος, αξία, δύναμη, εξαιρετικός («μυθικά πλούτη»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μυθικόν
παραμύθι
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Μυθικά
τίτλος βιβλίων που είναι σχετικά με τη μυθολογία. Επιρρ. μυθικώς και -ά (ΑΜ μυθικῶς)
κατά τρόπο μυθικό.
Greek Monotonic
μῡθικός: -ή, -όν, μυθικός, θρυλικός, σε Πλάτ.
Translations
mythical
Armenian: դիցաբանական, առասպելական; Belarusian: міфі́чны, мітычны; Bulgarian: митически; Catalan: mític; Czech: bájný, mytický; Dutch: mythisch; Esperanto: mita; Finnish: myyttinen; French: mythique; Georgian: მითიური; German: mythisch; Greek: μυθικός; Ancient Greek: μυθικός; Italian: mitico, leggendario, favoloso; Japanese: 神話の; Korean: 신화적; Latin: fabularis, mythicus; Norwegian Bokmål: mytisk; Nynorsk: mytisk; Polish: mityczny; Portuguese: mítico; Russian: мифический; Serbo-Croatian: mȋtskī; Slovene: mitski, mitološki; Spanish: mítico; Swedish: mytisk; Ukrainian: міфі́чний, мітичний
legendary
Arabic: أُسْطُورِيّ; Armenian: առասպելական; Asturian: llexendariu; Azerbaijani: əfsanəvi; Belarusian: легендарны; Bulgarian: легендарен; Catalan: llegendari; Corsican: legendariu, ligendariu; Czech: legendární; Danish: legendarisk; Dutch: legendarisch; Esperanto: legenda; Finnish: legendaarinen; French: légendaire; Friulian: lezendari; Galician: lendario; Georgian: ლეგენდარული; German: legendär; Greek: θρυλικός; Ancient Greek: μυθώδης, μυθικός; Hindi: पौराणिक; Hungarian: legendás; Indonesian: legendaris; Irish: finscéalach; Italian: leggendario; Japanese: 伝説上の; Latin: fabularis; Latvian: leģendārs; Norwegian Bokmål: legendarisk; Nynorsk: legendarisk; Polish: legendarny; Portuguese: lendário, legendário, mítico; Romanian: legendar, mitic; Russian: легендарный; Serbo-Croatian: lȅgendāran; Spanish: legendario; Swahili: -a kihekaya; Swedish: legendarisk; Tagalog: pang-alamat, maalamat; Turkish: efsanevi, destansı; Ukrainian: легендарний; Welsh: chwedlonol