καταιβάτης
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, a name of Zeus as
A descending in thunder and lightning, Ar.Pax42, Clearch.9, Lyc.1370, IG2.1659b, 12(3).1360 (Thera), 1093 (Melos), BCH50.245 (Thasos), Ἀρχ.Ἐφ.1924.146 (Thess.), Paus.5.14.10, Corn.ND9: applied by Athenian flattery to Demetrius, Plu.Demetr.10; also καταιβάτης κεραυνός, σκηπτός, A.Pr.361, Lyc.382.
2 of Hermes, who led souls down to the nether world, Sch.Ar.Pax649.
3 of Ἀχέρων, that to which one descends, downward, E.Ba.1360.
4 of a person, descending underground, Dam. Isid.131.
5 καταιβάται, οἱ, members of a thiasos of worshippers of Dionysus, Inscr.Magn.215a36.—In these senses the form καταβάτης never occurs; cf. καταιβάσιος, καταιβάτις, etc.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui lance la foudre;
2 qui tombe sur la terre en parl. de la foudre.
Étymologie: *καταιβαίνω, c. καταβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταιβάτης -ου [καταβαίνω] als adj. neerdalend, neerschietend:; κ. κεραυνός neerschietende bliksem Aeschl. PV 359; ook kom. epithet van Zeus. neerwaarts stromend:. καταιβάτης Ἀχέρων deAcheron die naar de onderwereld leidt Eur. Ba. 1361.
German (Pape)
ὁ, p. = καταβάτης, der Herabsteigende, Herabfahrende, bes. Beiwort des in Blitz und Donner niederfahrenden Zeus, Ar. Pax 42; Ath. XII.522f und Sp., wie Lycophr. 1370; καταιβάτης κεραυνός Aesch. Prom. 359, wie σκηπτός Lycophr. 382; auch Hermes, der die Toten in den Hades hinabführt, hieß so bei den Athenern und Rhodiern, nach Schol. Ar. Pax 649. – Beiname des Demetrius, Plut. Demetr. 10. – Auch des Acheron, zu dem man hinabsteigt od. hinabfährt, Eur. Bacch. 1358, und des Apollon, s. καταιβάσιος.
Russian (Dvoretsky)
καταιβάτης: (βᾰ)
1 мечущий молнии (Ζεύς Arph.);
2 низвергающийся, стремительный (κεραυνός Aesch.);
3 ведущий в подземное царство (Ἀχέρων Eur.);
4 сходящий с колесницы (сакральное прозвище Деметрия Полиоркета) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καταιβάτης: ᾰ, ου, ὁ, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς καταβαίνοντος ἐν βρονταῖς καὶ ἀστραπαῖς, ὁ Jupiter Elicius τῶν Ρωμαίων, Ἀριστοφ. Εἰρ. 42, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 522F, Λυκόφρ. 1370, Παυσ. 5. 14, 10, Κορνοῦτος περὶ Θ. Φύσ. 9·― ὠσαύτως ἐπὶ τῆς βροντῆς αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Πρ. 359, Λυκόφρ. 382· ― ἀπεδίδετο ὑπὸ τῶν κολάκων Ἀθηναίων εἰς τὸν Δημήτριον, Πλουτ. Δημήτρ. 10. 2) ἐπὶ τοῦ Ἑρμοῦ ὅστις ὡδηγεῖ τὰς ψυχὰς εἰς τὸν ᾍδην, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 649. 3) ἐπὶ τοῦ Ἀχέροντος, ὁ καταβαίνων ὑπὸ τὴν γῆν διὰ καταβόθρας. Εὐρ. Βάκχ. 1360.― Ἐπὶ τούτων τῶν ἐννοιῶν ὁ τύπος καταβάτης οὐδέποτε ἀπαντᾷ· πρβλ. καταιβάσιος, καταιβάτις, κτλ.
Greek Monolingual
καταιβάτης, ὁ θηλ. καταιβάτις (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) αυτός που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές
2. (ως επίθ. του Ερμή) αυτός που οδηγεί τις ψυχές στον Άδη
3. (επίθ. του Αχέροντα) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη με καταβόθρα
5. (για πρόσ.) αυτός που κατεβαίνει κάτω από τη γη
6. στον πληθ. οἱ καταιβάται
μέλη θιάσου, λάτρεις του Διονύσου
7. το θηλ. α) απότομη, απόκρημνη, κατωφερής
β) αυτή που κατεβάζει («σελήνην καταιβάτις» — αυτή που κατεβάζει με μάγια το φεγγάρι).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταί (ποιητ. τ. του κατά) + -βάτης (< βαίνω), πρβλ. επιβάτης, παραβάτης.
Greek Monotonic
καταιβάτης: [ᾰ], ποιητ. αντί καταβάτης, -ου, ὁ (καταβαίνω),
1. επίθετο του Δία που κατεβαίνει με βροντές και αστραπές, σε Αριστοφ.· επίσης λέγεται για τον κεραυνό του, κάθετος, αυτός που εξακοντίζεται, επιρρίπτεται, εκτοξεύεται, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για τον Ἀχέροντα, αυτός πάνω στον οποίο κατεβαίνει κανείς, καθοδικός, κατηφορικός, σε Ευρ.
Middle Liddell
poet. for καταβάτης καταβαίνω
1. a name of Zeus as descending in thunder and lightning, Ar.:—also of his thunder, descending, hurled down, Aesch.
2. of Ἀχέρων, that to which one descends, downward, Eur.